Πηγή: Express.gr 25/10/10-11:12 | |
Ο μέσος άνδρας τρέχει πιο γρήγορα από μια γυναίκα ή σηκώνει μεγαλύτερα βάρη, αλλά σε τελευταία ανάλυση το ισχυρό φύλο είναι οι γυναίκες, αφού ζουν πιο πολύ. Σε όλο τον κόσμο οι γυναίκες ζουν κατά μέσο όρο περισσότερο από τους άνδρες (γύρω στα πέντε χρόνια) και το ζήτημα απασχολεί χρόνια τώρα τους επιστήμονες, οι οποίοι τώρα πια φαίνεται να πλησιάζουν στη λύση του αινίγματος. Η αιτία φαίνεται πως είναι ότι οι άνδρες είναι γενετικά πιο "αναλώσιμοι" σε σχέση με το υποτιθέμενο "ασθενές" φύλο, με άλλα λόγια οι γυναίκες ζουν πιο πολλά χρόνια λόγω της ανώτερης βιολογίας τους (που έχει να κάνει τελικά με το ότι γεννάνε) και όχι του υποτιθέμενου λιγότερου στρες σε σχέση με τους άνδρες στη ζωή τους. Αν και με το πέρασμα του χρόνου, η "ψαλίδα" στο προσδόκιμο ζωής φαίνεται να κλείνει κάπως, παρόλα αυτά τον τελευταίο λόγο τελικά τον λένε πάντα οι γυναίκες - στην κυριολεξία. Μάλιστα, όσο πιο προχωρημένη είναι η ηλικία, τόσο μεγαλύτερη είναι η απόκλιση στο προσδόκιμο ζωής ανάμεσα στα δύο φύλα. Στην ηλικία των 85 ετών υπάρχουν κατά μέσο όρο έξι γυναίκες για κάθε τέσσερις άνδρες, ενώ στην ηλικία των 100 ετών υπάρχουν υπερδιπλάσιες γυναίκες που τα έχουν εκατοστήσει σε σχέση με άνδρες. Και φυσικά δεν είναι τυχαίο ότι ο άνθρωπος που είναι γνωστό ότι μέχρι σήμερα έζησε περισσότερα χρόνια από κάθε άλλον, ήταν μια γυναίκα, η γαλλίδα Ζαν Καλμάν, η οποία πέθανε το 1997 σε ηλικία 122 ετών και 164 ημερών. Μέχρι σήμερα έχουν δοθεί διάφορες -όχι ευρέως αποδεκτές- ερμηνείες για την υπεροχή των γυναικών και την μειονεξία των ανδρών: ότι οι άνδρες κάνουν πιο απαιτητικές από σωματική άποψη εργασίες, άρα φθείρονται περισσότερα βιολογικά, ή ότι εμπλέκονται σε πιο ριψοκίνδυνες ή επιβλαβείς δραστηριότητες από τις γυναίκες (πόλεμος, καυγάδες, κάπνισμα, περισσότερο αλκοόλ, χειρότερη διατροφή κ.α.), άρα πάνε γυρεύοντας να πεθάνουν μια ώρα αρχύτερα. Οι ερμηνείες αυτές ουσιαστικά έχουν ένα επίμαχο κοινό σημείο: ότι οι άνδρες έχουν περισσότερο στρες στη ζωή τους και αυτό τους "σκοτώνει" νωρίτερα (φυσικά οι φεμινίστριες πάντα έλεγαν ότι οι "γυναικείες" δουλειές σε ένα νοικοκυριό είναι εξίσου δύσκολες και ίσως δεν είναι τυχαίο ότι -στατιστικά- οι παντρεμένοι ζουν αρκετά περισσότερο από τους εργένηδες). Η νέα θεωρία, που κερδίζει έδαφος και φιλοδοξεί να ρίξει φως σε ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της ανθρώπινης βιολογίας, διατυπώθηκε από τον καθηγητή Τομ Κέρκγουντ του πανεπιστημίου του Νιούκασλ, κορυφαίο γεροντολόγο διεθνώς, σύμφωνα με τη βρετανική "Ιντεπέντεντ" και το αμερικανικό περιοδικό "Scientific American". Ο βρετανός επιστήμονας υποστηρίζει ότι το γυναικείο σώμα είναι πιο ικανό να εκτελεί τις εργασίες "συντήρησης ρουτίνας" που απαιτεί ένας οργανισμός, προκειμένου να διατηρεί υγιή και ζωντανά τα κύτταρά του. Με τον τρόπο αυτό καθυστερεί τη γήρανση και τον θάνατο, παρά τη διαδεδομένη αντίληψη -ιδιαίτερα στους κύκλους των αισθητικών και της βιομηχανίας καλλυντικών, που παίρνουν υπόψη μόνο τις αλλαγές στο δέρμα- ότι οι άνδρες γερνάνε πιο αργά από τις γυναίκες. Σύμφωνα με τον Κέρκγουντ, υπάρχουν πλέον επαρκή επιστημονικά στοιχεία για να υποστηριχθεί ότι ουσιαστικά οι άνδρες είναι βιολογικά πιο "αναλώσιμοι" από τις γυναίκες, επειδή τα κύτταρα του σώματός τους δεν είναι προγραμματισμένα να διαρκούν τόσο όσο των γυναικών. Η λεγόμενη "θεωρία του αναλώσιμου σώματος" (που πρωτοεμφανίστηκε πριν από χρόνια) τείνει πλέον να γίνει η κυρίαρχη επιστημονική θεωρία σχετικά με το γιατί γερνάμε και γιατί οι γυναίκες ζουν πιο πολύ. Η θεωρία αναφέρει ότι αν και τα γονίδια είναι αθάνατα και μπορούν να ζήσουν για πάντα, με το να περνάνε από τη μια γενιά στην άλλη, το σώμα φθείρεται επειδή είναι σχεδιασμένο (γενετικά προγραμματισμένο) από την εξέλιξη και την φυσική επιλογή να ζει μόνο όσο χρειάζεται για να μεταφέρει τα γονίδια στην επόμενη γενιά, συνεπώς είναι αναλώσιμο. Το σώμα, όπως ένα αυτοκίνητο, χρειάζεται "συνεργείο", δηλαδή συνεχή κυτταρική συντήρηση για να ανανεώνεται, όμως με το πέρασμα του χρόνου διάφορα "σφάλματα" (βλάβες του DNA) συσσωρεύονται στα κύτταρα και τους ιστούς. Έτσι γερνάμε, επειδή το σώμα μας δεν μπορεί να αποφύγει τα γενετικά λάθη. Αυτά τα "σφάλματα", που σιγά-σιγά γίνονται όλο και περισσότερα, είναι πια πολύ δαπανηρά από ενεργειακή άποψη για την επιδιόρθωσή τους, γι' αυτό τελικά το σώμα μας υποκύπτει και πεθαίνει. Το πότε αυτό -ο θάνατος- θα συμβεί, εξαρτάται από το πόση προσπάθεια το σώμα καταβάλλει για να συντηρήσει και να επιδιορθώσει τα σφάλματά του. Και σε αυτό φαίνεται πως οι γυναίκες υπερτερούν, επειδή χρειάζονται μικρότερη προσπάθεια. Αυτό συμβαίνει επειδή στους ανθρώπους, όπως και στα περισσότερα άλλα είδη ζώων, η κατάσταση του σώματος του θηλυκού είναι πολύ σημαντική για την αναπαραγωγική επιτυχία. Το έμβρυο πρέπει να τραφεί μέσα στην μητέρα του και το νήπιο να την θηλάσει, πράγματα που εξηγούν γιατί το γυναικείο σώμα πρέπει να είναι πιο ανθεκτικό στον χρόνο από το ανδρικό. Οι βιολόγοι έχουν πια βρει στοιχεία ότι τα θηλυκά στα περισσότερα είδη ζουν περισσότερο από τα αρσενικά. Τα πειράματα που έγιναν στο εργαστήριο του Κέρκγουντ, επίσης έδειξαν ότι τα θηλυκά έχουν καλύτερα συστήματα συντήρησης και επιδιόρθωσης του οργανισμού τους. 'Αλλες μελέτες έχουν ακόμα βεβαιώσει ότι τα κύτταρα που προέρχονται από το σώμα ενός θηλυκού, είναι καλύτερα στο να αποκαθιστούν τη ζημιά σε ένα σώμα, σε σχέση με τα κύτταρα που προέρχονται από το σώμα ενός αρσενικού. Σημειωτέον ότι τα αρσενικά (π.χ. γάτες και σκυλιά) ζουν περισσότερο από τα μη ευνουχισμένα, ενώ κάτι ανάλογο φαίνεται πως συμβαίνει και με τους ευνούχους άνδρες, σύμφωνα με το βρετανό επιστήμονα, επειδή η μεγάλη ποσότητα τεστοστερόνης (που έχει ένας φυσιολογικός άνδρας) κάνει κακό στο προσδόκιμο ζωής του. |
We learn something every day, and lots of times it’s that what we learned the day before was wrong. —Bill Vaughan
Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010
Γιατί οι άνδρες ζουν λιγότερο από τις γυναίκες;
Inflation and the USD Q&A
Posted by Neil Hume on Oct 28 16:48.
Q: How much does the USD need to fall to meaningfully boost US inflation?
A: A lot.
That’s the conclusion of a benchmarking exercise Goldman Sachs has run on dollar weakness and inflation and explains why Jan Hatzuis and his team believe the Fed needs to buy $2,000bn of assets under QE2 if it serious about hitting its inflation and unemployment targets. A couple of hundred billion here or there is just not going to cut it.
The report finds that:
ftalphaville.ft.com/blog
Q: How much does the USD need to fall to meaningfully boost US inflation?
A: A lot.
That’s the conclusion of a benchmarking exercise Goldman Sachs has run on dollar weakness and inflation and explains why Jan Hatzuis and his team believe the Fed needs to buy $2,000bn of assets under QE2 if it serious about hitting its inflation and unemployment targets. A couple of hundred billion here or there is just not going to cut it.
The report finds that:
- statistically, the pass-through from USD declines into US inflation has always been low, and appears to have fallen to near negligible levels in recent years.
- USD needs to fall a lot further – even after recent declines – to contribute to raising inflation towards the Fed’s desired level.
- Ultimately, core inflation remains hostage to movements in components which are driven by domestic developments rather than external.
Historically, only a relatively small fraction of a Dollar fall is ‘passed through’ into consumer prices. For example, a paper by researchers at the Fed concludes based on data from 1981 to 2000 that a 10 percent decline in the trade-weighted Dollar boosts inflation by only around 30 bps, a very small effect. The small magnitude of this effect reflects a variety of factors, among which perhaps the most important is the desire of foreign exporters to preserve market share in the US, which means that they tend to react to Dollar falls by accepting smaller profit margins rather than hiking prices.
What all this points to is that – in line with the academic literature – the ‘pass-through’ from Dollar declines to US consumer price inflation is small. This in turn means that – if indeed the Fed sees the Dollar as one of its key policy levers for preventing inflation from staying below its mandate for a prolonged period – the Dollar needs to fall a lot further from here.
Ultimately, core CPI inflation remains hostage to the slowdown in rental (shelter) price and services (less shelter) price inflation – a point we have made repeatedly in our research and one of the main reasons why our bond forecasts have been below the forwards over the past 18-months. These components represent a significant component of the core inflation rate at approximately 31.9% and 28.3% respectively and are typically determined largely by domestic as opposed to external factors. And so as domestic conditions remain depressed, core inflation is likely to remain below levels the Fed would consider consistent with its mandate for some time.Sadly Goldman doesn’t spell out what “a lot further from here” means. All we do know is that it’s Markets team are forecasting a further 5 per cent decline in the Dollar on a broad, trade-weighted basis over the next 12 months.
ftalphaville.ft.com/blog
Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010
Re-evolution of the CLO
Posted by Tracy Alloway on Oct 27 11:32. ftalphaville.ft.com
The market for Collateralised Loan Obligations — those sliced and diced business loans — may have only just reopened, but boy, has it evolved!
News came on Tuesday that JP Morgan is revising the $400m CLO arranged for Apollo Management; reducing the triple A-rated tranche by $1.75m, and increasing the triple B-rated tranche by $4m. The reason, presumably, is investor demand for those riskier, higher-yielding, slices. The structure should now look like this:
ALM Funding 2010-3 is the latest in a series of CLO deals this year, with the market waking up after a long credit-crunched hiatus. But as the FT noted back in May, and the ALM CLO hints at, the structure of these new deals is rather different.
For something like the COA Tempus CLO, which reopened the market in March, the percentage of triple A-rated debt in the deal total is lower than at the height of the credit boom. Many of the deals also come with extra yield to boot, even on the top-rated tranches. For instance, the yield on an earlier Apollo-managed CLO (ALM Loan Funding 2010-1) offered 170 basis points over Libor for the AAA-rated tranche. Compare and contrast that with pre-crisis yields as low as 20bps over Libor.
Some sample, (rough) 2010 CLO structures below:
The market for Collateralised Loan Obligations — those sliced and diced business loans — may have only just reopened, but boy, has it evolved!
News came on Tuesday that JP Morgan is revising the $400m CLO arranged for Apollo Management; reducing the triple A-rated tranche by $1.75m, and increasing the triple B-rated tranche by $4m. The reason, presumably, is investor demand for those riskier, higher-yielding, slices. The structure should now look like this:
ALM Funding 2010-3 is the latest in a series of CLO deals this year, with the market waking up after a long credit-crunched hiatus. But as the FT noted back in May, and the ALM CLO hints at, the structure of these new deals is rather different.
For something like the COA Tempus CLO, which reopened the market in March, the percentage of triple A-rated debt in the deal total is lower than at the height of the credit boom. Many of the deals also come with extra yield to boot, even on the top-rated tranches. For instance, the yield on an earlier Apollo-managed CLO (ALM Loan Funding 2010-1) offered 170 basis points over Libor for the AAA-rated tranche. Compare and contrast that with pre-crisis yields as low as 20bps over Libor.
Some sample, (rough) 2010 CLO structures below:
The Information Economy Powers Wage Increases
October 26, 2010, 6:00 am
By EDWARD L. GLAESER
By EDWARD L. GLAESER
Edward L. Glaeser is an economics professor at Harvard.
What large county in the United States experienced the largest increase in weekly wages during the generally bleak 12 months between early 2009 and 2010? It’s a long, narrow island with some very tall buildings, and many observers thought the recession would wreck its finance-based economy.
Yes, the wonder county of 2009 appears to have been New York County, that is, the borough of Manhattan, where wages grew by a stunning 11.9 percent, according to the Bureau of Labor Statistics. National wages rose only by an anemic 0.8 percent, and only 19 areas had wage growth above 3 percent.
Most counties detailed by the bureau showed wage declines over the year. The biggest loser was San Mateo County, in California, where wages dropped by 17.7 percent. While California’s unemployment rate remains at 12.4 percent, the idea-intensive economy around San Francisco Bay, like Manhattan, appears to be holding up quite well.
Santa Clara County, which contains Silicon Valley, experienced 8.7 percent wage growth from 2009 to 2010. San Francisco County had 5.4 percent wage growth. These two counties were third and fifth on the list ranking areas by wage growth.
The success of these areas is particularly remarkable because they started off with higher wages. Typically area incomes revert to the mean, but in the recent recession, at least some places that started with higher earnings have gotten richer over time. This matches a post-1990 pattern in which the incomes of initially richer areas have risen more quickly.
As a result, the earnings gap between the nation and either Manhattan or Santa Clara County has become enormous. The weekly wage in Manhattan now averages a stunning $2,404 — 170 percent higher than the national weekly wage of $889 and 45 percent higher than the impressive $1,655 weekly wage in Santa Clara County. (Of course, the median wage, the point at which half of workers earn more and half less, would be significantly lower, as the Wall Street salaries draw the average upward.)
Far from knocking New Yorkers down, the recession seems to have made them more prosperous, on average.
The bad news is that more money has been earned by fewer people. The rise in the incomes of these coastal cities has not been accompanied by increases in the number of employed people. Employment in Manhattan dropped by 1.7 percent over the year and employment in San Francisco fell by 3.1 percent.
The national drop was 2.1 percent, and only 22 counties (of the 320 ranked in this report) managed to increase employment in the Bureau of Labor Statistics list.
Another source of worry is that the rise in earnings was led by New York City finance, which experienced a whopping 22.7 percent increase in weekly earnings from 2009 to 2010.
Many of us hoped that the recession would provide an opportunity for New York to become a little less reliant on its dominant industry, but that doesn’t seem to have happened. At least, there has also been substantial wage growth in Manhattan’s professional and business services (10.9 percent), manufacturing (9.9 percent) and other services (18.1 percent).
These wage gains are only the latest bit of evidence confirming that America’s economic future depends on its information-intensive cities. Our country is never going to be able to compete with Asia as a producer of ordinary manufactured goods. If the products are old, then they will be produced where costs are lowest. Our economic eminence depends on continually coming up with new ideas in software, biotechnology and finance.
One implication of this is that our future will never seem as certain as it did when America had enormous dominance across vast markets for manufactured goods. In those days, we could be pretty sure that incomes would continue to rise if we just kept doing what we were doing. Now we need to hope that the uncertain process of American innovation will continue forward on its jerky path.
A second implication is that America’s future depends on its schools. This recession has also emphasized the enormous handicaps facing less-skilled Americans. Only 39.5 percent of adult Americans without a high school degree currently have a job, according to the bureau, while 73.1 percent of adults with college degrees are employed. If we want the United States to be strong, we must make sure that we have more college graduates and fewer high-school dropouts.
The final implication is that cities remain vitally important to our economy. That importance reflects the fact that places like Wall Street and Silicon Valley create skills that are even more valuable than those taught in our schools. Globalization and new technologies have made knowledge ever more valuable, and we are a social species that acquires skills by hanging around other smart people.
Cities, like New York, succeed by being places where people can acquire the knowledge that is so critical for innovation.
economix.blogs.nytimes.com
What large county in the United States experienced the largest increase in weekly wages during the generally bleak 12 months between early 2009 and 2010? It’s a long, narrow island with some very tall buildings, and many observers thought the recession would wreck its finance-based economy.
Yes, the wonder county of 2009 appears to have been New York County, that is, the borough of Manhattan, where wages grew by a stunning 11.9 percent, according to the Bureau of Labor Statistics. National wages rose only by an anemic 0.8 percent, and only 19 areas had wage growth above 3 percent.
Most counties detailed by the bureau showed wage declines over the year. The biggest loser was San Mateo County, in California, where wages dropped by 17.7 percent. While California’s unemployment rate remains at 12.4 percent, the idea-intensive economy around San Francisco Bay, like Manhattan, appears to be holding up quite well.
Santa Clara County, which contains Silicon Valley, experienced 8.7 percent wage growth from 2009 to 2010. San Francisco County had 5.4 percent wage growth. These two counties were third and fifth on the list ranking areas by wage growth.
The success of these areas is particularly remarkable because they started off with higher wages. Typically area incomes revert to the mean, but in the recent recession, at least some places that started with higher earnings have gotten richer over time. This matches a post-1990 pattern in which the incomes of initially richer areas have risen more quickly.
As a result, the earnings gap between the nation and either Manhattan or Santa Clara County has become enormous. The weekly wage in Manhattan now averages a stunning $2,404 — 170 percent higher than the national weekly wage of $889 and 45 percent higher than the impressive $1,655 weekly wage in Santa Clara County. (Of course, the median wage, the point at which half of workers earn more and half less, would be significantly lower, as the Wall Street salaries draw the average upward.)
Far from knocking New Yorkers down, the recession seems to have made them more prosperous, on average.
The bad news is that more money has been earned by fewer people. The rise in the incomes of these coastal cities has not been accompanied by increases in the number of employed people. Employment in Manhattan dropped by 1.7 percent over the year and employment in San Francisco fell by 3.1 percent.
The national drop was 2.1 percent, and only 22 counties (of the 320 ranked in this report) managed to increase employment in the Bureau of Labor Statistics list.
Another source of worry is that the rise in earnings was led by New York City finance, which experienced a whopping 22.7 percent increase in weekly earnings from 2009 to 2010.
Many of us hoped that the recession would provide an opportunity for New York to become a little less reliant on its dominant industry, but that doesn’t seem to have happened. At least, there has also been substantial wage growth in Manhattan’s professional and business services (10.9 percent), manufacturing (9.9 percent) and other services (18.1 percent).
These wage gains are only the latest bit of evidence confirming that America’s economic future depends on its information-intensive cities. Our country is never going to be able to compete with Asia as a producer of ordinary manufactured goods. If the products are old, then they will be produced where costs are lowest. Our economic eminence depends on continually coming up with new ideas in software, biotechnology and finance.
One implication of this is that our future will never seem as certain as it did when America had enormous dominance across vast markets for manufactured goods. In those days, we could be pretty sure that incomes would continue to rise if we just kept doing what we were doing. Now we need to hope that the uncertain process of American innovation will continue forward on its jerky path.
A second implication is that America’s future depends on its schools. This recession has also emphasized the enormous handicaps facing less-skilled Americans. Only 39.5 percent of adult Americans without a high school degree currently have a job, according to the bureau, while 73.1 percent of adults with college degrees are employed. If we want the United States to be strong, we must make sure that we have more college graduates and fewer high-school dropouts.
The final implication is that cities remain vitally important to our economy. That importance reflects the fact that places like Wall Street and Silicon Valley create skills that are even more valuable than those taught in our schools. Globalization and new technologies have made knowledge ever more valuable, and we are a social species that acquires skills by hanging around other smart people.
Cities, like New York, succeed by being places where people can acquire the knowledge that is so critical for innovation.
economix.blogs.nytimes.com
Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2010
The usual suspects
Oct 26th 2010, 15:10 by The Economist online
Public-sector corruption remains a cause for concern
WITH scores of 9.3 out of 10, Denmark, New Zealand and Singapore are the world's least corrupt countries, according to a new index from Transparency International, an anti-corruption watchdog. At the other end of the table, Somalia ranks bottom with a score of 1.1, ahead of Afghanistan and Myanmar. Worryingly, Brazil, Russia, India and China—the BRICs currently considered the global engine for economic growth—all score less than 4. The 178-country index is based on 13 surveys of experts and business people. These surveys are not standardised and the overall methodology changes from year to year, making it difficult to say whether a country has indeed done better or worse if its score alters. Still, Transparency International has identified 16 countries which showed improvements or declines since last year. Notable among these is America, which dropped from 7.5 (19th place) to 7.1 (22nd place). As in most developed countries, the issue is not bribery, but a lessening of political transparency (for instance in campaign finance) and regulatory oversight.
Correction: An early version of this map wrongly put France in the same dark orange category as Italy. But its score is actually 6.8. Apologies.
economist.com/blogs/dailychart
WITH scores of 9.3 out of 10, Denmark, New Zealand and Singapore are the world's least corrupt countries, according to a new index from Transparency International, an anti-corruption watchdog. At the other end of the table, Somalia ranks bottom with a score of 1.1, ahead of Afghanistan and Myanmar. Worryingly, Brazil, Russia, India and China—the BRICs currently considered the global engine for economic growth—all score less than 4. The 178-country index is based on 13 surveys of experts and business people. These surveys are not standardised and the overall methodology changes from year to year, making it difficult to say whether a country has indeed done better or worse if its score alters. Still, Transparency International has identified 16 countries which showed improvements or declines since last year. Notable among these is America, which dropped from 7.5 (19th place) to 7.1 (22nd place). As in most developed countries, the issue is not bribery, but a lessening of political transparency (for instance in campaign finance) and regulatory oversight.
Correction: An early version of this map wrongly put France in the same dark orange category as Italy. But its score is actually 6.8. Apologies.
economist.com/blogs/dailychart
Latitudes not Attitudes: How Geography Explains History
Ian Morris, 20 October 2010
Many reasons have been given for the West’s dominance over the last 500 years. But, Ian Morris argues, its rise to global hegemony was largely due to geographical good fortune.
Many reasons have been given for the West’s dominance over the last 500 years. But, Ian Morris argues, its rise to global hegemony was largely due to geographical good fortune.
I am wearing your clothes, I speak your language, I watch your films and today is whatever date it is because you say so.This is what Shad Faruki, a Malaysian lawyer, told the British journalist Martin Jacques in a 1994 interview. And he was right: for 200 years, a few nations clustered around the shores of the North Atlantic – ‘the West’, as we normally call them – have dominated the world in ways without parallel in history.
Most people, at some point or another, have wondered why the West rules. There are theories beyond number. Perhaps, say some, westerners are just biologically superior to everyone else. Or maybe western culture is uniquely dynamic; or possibly the West has had better leaders; or the West’s democratic politics and its Christianity might give it an edge. Some think western domination has been locked in since time immemorial: others that it is merely a recent accident. And, with many westerners now looking to China’s double-digit economic growth to pull the world out of recession, some historians even suggest that western rule has been an aberration, a brief interruption of an older, Sinocentric, world order.
When experts disagree so deeply, it usually means that we need fresh perspectives on a problem. Most of those who pronounce on Western rule – economists, political pundits, sociologists – tend to focus on recent times and then make sweeping claims about the past. Asking why the West rules, though, really requires us to work the other way round, posing questions about history, then seeing where they lead. As the masthead of this magazine puts it: ‘What happened then matters now.’
The shape of history
Explaining why the West rules calls for a different kind of history than usual, one stepping back from the details to see broader patterns, playing out over millennia on a global scale. When we do this the first thing we see is the biological unity of humanity, which flatly disproves racist theories of western rule.Our kind, Homo sapiens, evolved in Africa between 200,000 and 70,000 years ago and has spread across the world in the last 60,000 years. By around 30,000 years ago, older versions of humanity, such as the Neanderthals, were extinct and by 10,000 years ago a single kind of human – us – had colonised virtually every niche on the planet. This dispersal allowed humanity’s genes to diverge again, but most of the consequences (such as the colour of skin, eyes, or hair) are, literally, only skin deep and those mutations that do go deeper (such as head shape or lactose tolerance) have little obvious connection to why the West rules. A proper answer to this question must start from the fact that wherever we go – East, West, North, or South – people are all much the same.
So why have their histories turned out so differently? Many historians suggest that there is something unique about western culture. Just look, they say, at the philosophy of Socrates, the wisdom of the Bible, or the glories of Leonardo da Vinci; since antiquity, the West has simply outshone the rest. Such cultural comparisons, however, are notoriously subjective. Socrates, for instance, was certainly a great thinker; but the years in which he was active, during the fifth century bc, were also the age of the Hebrew prophets in Israel, of the Buddha and the founders of Jainism in India, of Confucius and the first Daoists in China. All these sages wrestled with much the same questions as Socrates (Can I know reality? What is the good life? How do we perfect society?) and the thoughts of each became ‘the classics’, timeless masterpieces that have defined the meanings of life for millions of people ever since.
So strong are the similarities between the Greco-Roman, Jewish, Indian and Chinese classics, in fact, that scholars often call the first millennium bc the ‘Axial Age’, in the sense of it being an axis around which the whole history of Eurasian thought turned. From the Mediterranean to the Yellow Sea, larger, more complex societies were facing similar challenges in the first millennium bc and finding similar answers. Socrates was part of a huge pattern, not a unique giant who sent the West down a superior path.
From a global perspective, Christianity, too, makes more sense as a local version of a broader trend than as something setting the West apart from the rest. As the Roman Empire disintegrated in the middle of the first millennium ad and new questions (Is there something beyond this life? How can I be saved?) gained urgency, the new faith won perhaps 40 million converts; but in those same years, in the wake of the Han dynasty’s collapse in China, Mahayana and Theravada Buddhism offered their own answers to the same questions and won their own 40 million devotees. Soon enough Islam repeated the feat in Africa, the Middle East and South Asia.
Even such astonishing Renaissance men as Leonardo and Michelangelo, who refined the wisdom of the ancient West to revolutionise everything from aeronautics to art, are best seen as Europe’s versions of a new kind of intellectual which societies needed as they emerged from the Middle Ages. China had produced its own Renaissance men some 400 years earlier, who also refined ancient wisdom (in their case, of course, the East’s) to revolutionise everything. Shen Kua (1031-95 ad), for instance, published groundbreaking work on agriculture, archaeology, cartography, climate change, the classics, ethnography, geology, maths, medicine, metallurgy, meteorology, music, painting and zoology. Even Leonardo would have been impressed.
Over and over again, the triumphs of western culture turn out to have been local versions of broader trends, not lonely beacons in a general darkness and, if we think about culture in a broader, more anthropological sense, the West’s history again seems to be one example of a larger pattern rather than a unique story. For most of their existence, humans lived in small, egalitarian hunter-gatherer bands. After the Ice Age some hunter-gatherers settled down in villages, where they domesticated plants and animals; some villages grew into cities, with ruling elites; some cities became states and then empires and, finally, industrialised nations. No society has ever leaped from hunting and gathering to high technology (except under the influence of outsiders). Humans are all much the same, wherever we find them; and, because of this, human societies have all followed much the same sequence of cultural development. There is nothing special about the West.
Location, location, location
You may have noticed that all the historical examples I have mentioned – Italy, Greece, Israel, India, China – lie in a narrow band of latitudes, roughly 20-35° north, stretching across the Old World. This is no accident: in fact, it is a crucial clue as to why the West rules. Humans may all be much the same, wherever we find them, but the places we find them in are not. Geography is unfair and can make all the difference in the world.When temperatures rose at the end of the last Ice Age, nearly 12,000 years ago, global warming had massive consequences everywhere, but, as in our own times, it impacted on some places more than on others. In the latitudes between 20° and 35° north in the Old World and a similar band between 15° south and 20° north in the Americas, large-grained wild grasses like wheat, rice and teosinte (the ancestor of maize) and large, relatively tame mammals like wild goats, pigs and llamas went forth and multiplied in the warmer weather. This was a boon for humans, who ate them, but in the process of managing these other species – cultivating and tending the plants, herding and culling the animals – humans unintentionally domesticated them. We unwittingly altered their genomes so much that they became new species, providing us with far more food. Genetically modified organisms had been born. Potentially domesticable plants and animals existed outside the lucky latitudes, but they were less common. Indeed many places, such as large parts of Western Europe, sub-Saharan Africa and Australia, had no domesticable native species at all. The consequence, given that humans were all much the same, was predictable: the domestication of plants and animals – farming – began in the lucky latitudes long before it began outside them. This was not because people in the lucky latitudes were cleverer or harder-working; nature had just given them more to work with than people in other places and so the task advanced more quickly.
Nor was nature even-handed within the lucky latitudes. Some places, above all the so-called ‘Hilly Flanks’, which curve from what is now Israel through Syria, southern Turkey, northern Iraq and western Iran, were extraordinarily well endowed; China between the Yellow and Yangzi rivers and the Indus Valley in Pakistan were somewhat less so; Oaxaca in Mexico and the Andes in Peru somewhat less still. Consequently, the Hilly Flanks were the first to see farming firmly established (by 7500 bc); then came China and Pakistan (around 5500 bc); then Oaxaca and Peru (by 5000 bc); and then, over the next 7,000 years, most of the rest of humanity.
Farming spread from its original cores because it could support more people than hunting and gathering. The lives farmers led were often harder and their diets poorer than hunters’, but that was beside the point. The farmers’ weight of numbers, nastier germs (bred by crowding and proximity to domestic animals), more efficient organisation (required to keep order in larger villages) and superior weapons (necessary to settle constant quarrels) steadily dispossessed the hunters, who either took up farming in their own right or ran away.
The agricultural cores developed increasingly complex institutions as they expanded. Within 3-4,000 years of the start of farming (that is, by 3500 bc in Southwest Asia, 2500 bc in the Indus Valley, 1900 bc in China, 1500 bc in Mesoamerica and 1000 bc in the Andes) the first cities and states were taking shape. Within another few centuries, most had bureaucrats keeping written records and by 2,000 years ago a continuous band of empires, with populations in the tens of millions, stretched from the Mediterranean to China. By then imperialists and traders had exported agriculture, cities and writing beyond the lucky latitudes as far afield as cold, rainy Britain in the northwest and hot, humid Cambodia in the southeast. These great empires – the Han in the East, the Mauryan in India, the Parthian in Iran and Iraq and the Roman further west – had many similarities; but the biggest, richest and grandest by far was Rome, the descendant of Eurasia’s original, westernmost agricultural core in the Hilly Flanks.
Geography explains why farming first appeared towards the western end of the Old World’s lucky latitudes; and, if the West had simply held on to the early lead that nature’s unfairness had given it, geography would be the obvious explanation for why the West now dominates the world.
But that is not what actually happened. The West has not always been the richest, most powerful and most sophisticated part of the world during the last ten millennia. For more than 1,000 years, from at least 600 to 1700 ad, these superlatives applied to China, not the West.
After the fall of the Roman and Han empires in the early-to-mid first millennium ad, China was reunited into a single empire while the West remained divided between smaller states and invading Arabs. By 700, China’s capital at Chang’an had probably a million residents and Chinese literature was enjoying a golden age. Woodblock printing presses churned out millions of books, paid for with the world’s first paper money (invented in the 10th century). By 1000 an economic revolution had joined the cultural explosion: 11th-century China produced almost as much iron each year as the whole of Europe would be doing in 1700, on the eve of its Industrial Revolution. Chinese ironmasters produced so much, in fact, that they clear-cut entire forests to feed their forges, and – six centuries ahead of the West – learned to smelt their ores with coke.
For centuries, Chinese wealth and power dwarfed the West’s. Between 1405 and 1433, while little Portuguese caravels tentatively nosed down Africa’s west coast, Chinese emperors dispatched gigantic fleets across the Indian Ocean under the leadership of the eunuch admiral Zheng He (who, according to legend, was nearly three metres tall and 230 cm around the belly). Zheng’s flagship was on the same scale as its skipper. At 80 metres long, it was the largest wooden ship ever built. When Columbus set sail in 1492, his own flagship was shorter than Zheng’s mainmast and barely twice as long as the big man’s rudder. Columbus led three ships and 90 sailors; Zheng led 300 ships and 27,870 sailors. His fleet extracted tribute from the cities of India, visited Mecca and even reached Kenya, where today Chinese archaeologists are diving to locate wrecks of Zheng’s ships.
The power of place
The glories of medieval China seem, on the face of it, to disprove any geographical explanation for why the West now rules. After all, geography has not changed very much in the last 500 years.Or maybe it has. Geography shapes history, but not in straightforward ways. Geography does determine why societies in some parts of the world develop so much faster than others; but, at the same time, the level to which societies have developed determines what geography means.
Take, once again, the example of Britain, sticking out from Eurasia into the cold Atlantic Ocean. Four thousand years ago, Britain was far from the centres of action in the Nile, Indus and Yellow River valleys, where farming had been established for millennia, great cities had grown up and labourers by the thousand broke their backs to immortalise divine kings with pyramids and palaces. Distant Britain had few of these things, which spread only slowly from the Mediterranean core to the Atlantic periphery. Geography made Britain backward.
But, if we fast-forward to 400 years ago, the same geography that had once made Britain backward now gave the island nation wealth and power. Britain had been drawn into a vastly expanded and more developed core, which now had ships that could reliably cross oceans and guns that could shoot the people on the other side. Sticking out into the Atlantic, such a huge disadvantage 4,000 years ago, became a huge plus from the 17th century.
The first sailors to the Americas were Italians (Christopher Columbus was from Genoa; the famous ‘British’ explorer John Cabot, who reached Newfoundland in 1497, actually grew up as Giovanni Caboto, in Florence). They were soon shoved aside by the Portuguese, Spanish, British, French and Dutch – not because the Atlantic littoral produced bolder or smarter adventurers than the Mediterranean, but simply because Western Europe was closer to America.
Given time, the 15th century’s greatest sailors – the Chinese – would surely have discovered and colonised America too (in 2009 the Princess Taiping, a replica of a 15th-century junk, came within 20 miles of completing a Taiwan–San Francisco round trip, only to collide with a freight ship within sight of home). But in much the same way that geography had made it easier for people in the Hilly Flanks to domesticate plants and animals than for people in other parts of the world, it now again stacked the odds in the West’s favour. The trip from England to New England was only half as far as that from China to California. For thousands of years this geographical fact had been unimportant, since there were no ocean-going ships. But by 1600 it had become the decisive fact. The meaning of geography had changed.
This was just the beginning of the changes. In the 17th century a new kind of economy took shape, centred around the North Atlantic, generating massive profits and driving up wages in north-west Europe by exploiting the geographical differences round its shores. In the process, it enormously increased the rewards for anyone who could explain how the winds and tides worked, or measure and count in better ways, or make sense of the secrets of physics, chemistry and biology. Not surprisingly, Europeans began thinking about the world in new ways, setting off a scientific revolution; they then applied its insights to the societies they lived in, in what we now call the Enlightenment. Newton and Descartes were geniuses, but so too were Chinese scholars like Gu Yanwu (1613-82) and Dai Zhen (1724-77), who also spent lifetimes studying nature. It was just that geography thrust new questions on Newton and Descartes.
Westerners answered their new questions, only to find that the answers led to still newer questions. By 1800 the combination of science and the Atlantic economy created incentives and opportunities for entrepreneurs to mechanise production and tap into the power of fossil fuels. This began in Britain, where geography conspired to make these things easier than anywhere else; and the energy windfall provided by fossil fuel quickly translated into a population explosion, rising living standards and massive military power. All barriers crumbled. British warships forced China to open to western trade in 1842; Americans did the same in Japan 11 years later. The age of western rule had arrived.
The lessons of history
So what do we learn from all this history? Two main things, I think. First, since people are all much the same, it is our shared biology which explains humanity’s great upward leaps in wealth, productivity and power across the last 10,000 years; and, second, that it is geography which explains why one part of world – the nations we conventionally call ‘the West’ – now dominates the rest.Geography determined that when the world warmed up at the end of the Ice Age a band of lucky latitudes stretching across Eurasia from the Mediterranean to China developed agriculture earlier than other parts of the world and then went on to be the first to invent cities, states and empires. But as social development increased, it changed what geography meant and the centres of power and wealth shifted around within these lucky latitudes. Until about ad 500 the Western end of Eurasia hung on to its early lead, but after the fall of the Roman Empire and Han dynasty the centre of gravity moved eastward to China, where it stayed for more than a millennium. Only around 1700 did it shift westward again, largely due to inventions – guns, compasses, ocean-going ships – which were originally pioneered in the East but which, thanks to geography, proved more useful in the West. Westerners then created an Atlantic economy which raised profound new questions about how the world worked, pushing westerners into a Scientific Revolution, an Enlightenment and the Industrial Revolution. By the mid-19th century, the West dominated the globe.
But history did not end there. The same laws of geography continued operating. By 1900 the British-dominated global economy had drawn in the vast resources of North America, converting the USA from a rather backward periphery into a new global core. The process continued in the 20th century, as the American-dominated global economy drew in the resources of Asia, turning first Japan, then the ‘Asian Tigers’ and eventually China and India into major players.
Extrapolating from these historical patterns, we can make some predictions. If the processes of change continue across the 21st century at the same rate as in the 20th century, the economies of the East will overtake those of the West by 2100. But if the rate of change keeps accelerating – as it has done constantly since the 15th century – we can expect eastern global dominance as soon as 2050.
An age of rapid change
It all seems very clear – except for one niggling detail. The past shows that, while geography shapes the development of societies, development also shapes what geography means; and all the signs are that in the 21st century the meanings of geography are changing faster than ever. Geography is, we might even say, losing meaning. The world is shrinking and the greatest challenges we face – nuclear weapons, climate change, mass migration, epidemics, food and water supply – are all global problems. Perhaps the real lesson of history is that by the time the East overtakes the West, the question of why the West rules may have ceased to matter very much.Ian Morris is Willard Professor in the Departments of Classics and History and the Archaeology Center at Stanford University and author of Why the West Rules - For Now: The Patterns of History and What they Reveal about the Future (Profile, 2010).
Further reading:
- Jared Diamond, Guns, Germs and Steel (Vintage, 1998)
- Jack Goldstone, Why Europe? (McGraw-Hill, 2009)
- Martin Jacques, When China Rules the World (Allen Lane, 2009)
- David Landes, The Wealth and Poverty of Nations (Abacus, 1999)
- Kenneth Pomeranz, The Great Divergence (Princeton University Press, 2000)
historytoday.com
Richard Clarida's retrospective on the financial crisis
October 24, 2010
I earlier discussed several of the presentations at the monetary policy conference at the Federal Reserve Bank of Boston last week. But missed in the popular coverage of the conference was an insightful discussion by Columbia Professor Richard Clarida that expressed very nicely the conclusions that I have come to as well on the events that led us into these problems.Clarida wrote:
Clarida continued:
econbrowser.com
The subtitle of this paper is not 'I Told You So' and for a good reason. I didn't, and it wasn't because I was shy. Rather, as will be discussed later, I, like the vast majority of economists and policymakers, suffered-- in retrospect-- from Warren Buffet's 'lifeguard at the beach' problem: "you don't know who is swimming naked until the tide goes out"....
The efficient markets paradigm was seen as a working approximation to the functioning of real world equity and especially credit markets. The growing role of securitization in credit markets, especially in the US, was seen as a stabilizing innovation that reduced systemic risk by distributing and dispersing credit risk away from bank balance sheets and toward a global pool of sophisticated investors. While asset prices might well drift away from fundamental value and for long periods of time, 'bubbles' were difficult enough to identify ex ante so that the role for monetary policy was to limit collateral damage to inflation and economic activity when they burst....
It is startling to note in the US the chasm that emerged during the 'great moderation' between credit extended to the household and non-financial business sectors-- much of it through the 'shadow banking' system to be discussed below-- as compared against nominal GDP. This was the 'great leveraging' that accompanied the 'great moderation'....
Clarida continued:
...greater and greater use of leverage which in turn supports asset prices which in turn support more leverage. And importantly, this channel is missing in the justly celebrated and influential Bernanke-Gertler model (1999) presented at Jackson Hole in 1999. In that model, the bubble affects real activity in two ways. First, there is a wealth effect on consumption, although that effect is presumed to be rather modest. Second, because the quality [of] firms' balance sheets depends on the market values of their assets rather than the fundamental values, a bubble in asset prices affects firms' financial positions and, thus, the premium for external finance. Although bubbles in valuations affect balance sheets and, thus, the cost of capital, B and G assume that—conditional on the cost of capital—firms make investments based on fundamental considerations, such as net present value, rather than on valuations of capital including the bubble. This assumption rules out the arbitrage of building new capital and selling it at the market price cum bubble-- the Ponzi finance stage of a bubble in the Minsky nomenclature.... "This time it was supposed to be different" because securitization and the expertise of the ratings agencies in assessing default risk correlations across various tranches of structured products was in theory supposed to make the financial system more stable and reduce systemic risk....
With the benefit of hindsight ... it seems clear-- at least to this author-- that the financial crisis and the credit and securitization bubble that preceded it resulted not only from spectacular failures in securities markets-- to allocate capital and price default risk-- but serious failures also as well by policymakers to adequately understand, regulate, and supervise these markets. Policymakers, academics, and market participants simply didn't know what they didn't know. They assumed that either it couldn't happen (after all, AAA securities 'never' default), or if it did, it would be systemically unimportant. Until the tide went out. But by then it was too late.
econbrowser.com
Focus on the real
Oct 26th 2010, 12:17 by R.A. | LONDON
HERE'S an interesting piece of analysis:
economist.com/blogs/freeexchange
In nominal terms, the yuan has strengthened about 2.5% since China's June 19 decision to ease its currency policy. That works out to an annualized rate of nominal appreciation of almost 8%. The simplest way to calculate real appreciation is to add on the difference between China's inflation rate (3.5%, according to August data) and US inflation (about 1%, or even less if the dip in the September figures holds up). Doing so gives us an annual rate of real appreciation of more than 10%. Two or three years of that would pretty well eliminate the 20 to 40% undervaluation that critics are talking about.As Tyler Cowen says, what you're really interested in is the inflation rate for tradable goods, but the point is still a good one. China's inflation rate (and, almost certainly, its rate of wage growth) is well above America's. That's just as important in determining export competitiveness as movements in the nominal exchange rate.
economist.com/blogs/freeexchange
Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010
Οι μέλισσες ικανότερες από τους Η/Υ στην επίλυση προβλημάτων;
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα έντομα αυτά έχουν την ενστικτώδη ικανότητα να πετούν ακολουθώντας το συντομότερο δρόμο μεταξύ των λουλουδιών, τα οποία εντοπίζουν σε τυχαία σειρά, λύνοντας έτσι το επονομαζόμενο «πρόβλημα του περιπλανώμενου πωλητή». Στο διάσημο αυτό γρίφο, ο «πωλητής» καλείται να βρει τη συντομότερη διαδρομή μεταξύ των τοποθεσιών που θα πρέπει να επισκεφθεί. Κι ενώ οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές τον επιλύουν συγκρίνοντας το μήκος όλων των πιθανών διαδρομών και επιλέγοντας στη συνέχεια την πιο σύντομη, οι μέλισσες καταλήγουν στην ίδια λύση χρησιμοποιώντας... το μυαλό τους.
«Οι μέλισσες που αναζητούν τροφή λύνουν «προβλήματα του περιπλανώμενου πωλητή» σε καθημερινή βάση», λέει ο Δρ. Νάιτζελ Ρέιν της Σχολής Βιολογικών Επιστημών στο Royal Holloway. «Επισκέπτονται άνθη που βρίσκονται σε διάφορες τοποθεσίες και, καθώς χρησιμοποιούν πολλή ενέργεια προκειμένου να πετάξουν, βρίσκουν μια διαδρομή που τους επιτρέπει να πετάξουν όσο το δυνατόν λιγότερο».
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τεχνητά άνθη, τα οποία ελέγχονταν μέσω υπολογιστών, για να παρατηρήσουν τη συμπεριφορά των εντόμων. Σκοπός τους, να διαπιστώσουν κατά πόσο οι μέλισσες θα ακολουθούσαν τη διαδρομή που θα τους υπαγόρευε η διάταξη των λουλουδιών ή θα αναζητούσαν τη συντομότερη διαδρομή. Τα έντομα «εξερεύνησαν» την περιοχή, στην οποία ήταν τοποθετημένα τα λουλούδια προκειμένου, απ’ ό,τι φάνηκε, να μάθουν να πετούν ανάμεσά τους με τέτοιο τρόπο ώστε να εξοικονομήσουν ενέργεια και χρόνο.
Τα συμπεράσματα της έρευνας, που θα δημοσιευτούν στην επιθεώρηση The American Naturalist, δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον μόνο για όσους ασχολούνται με τα του ζωικού βασιλείου, αλλά αφορούν από πολλές απόψεις και τους ανθρώπους. Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα τη διαδικασία της επικονίασης των καλλιεργειών και των λουλουδιών. Παράλληλα όμως, όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, ο άνθρωπος θα μπορούσε να μάθει από τις μέλισσες, αφού ο τρόπος ζωής του βασίζεται σε τύπους δικτύων, π.χ. τη ροή των πληροφοριών στο Ίντερνετ, τις αλυσίδες προμηθειών στο εμπόριο, ακόμη και την κίνηση των οχημάτων στους δρόμους.
«Κατανοώντας με ποιον τρόπο οι μέλισσες μπορούν να λύσουν το πρόβλημά τους με ένα τόσο μικρό μυαλό», λέει ο Δρ. Ρέιν, «μπορούμε να βελτιώσουμε τη διαχείριση αυτών των δικτύων της καθημερινότητας χωρίς να απαιτείται η πολύωρη χρήση υπολογιστών».
naftemporiki.gr
Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2010
Tax incentives: Boeing 707 edition
I’m going to a book party at a bar in Newton, Mass. tonight (yes, life here in metropolitan Boston is unspeakably glamorous) for Sam Howe Verhovek’s Jet Age: The Comet, the 707, and the Race to Shrink the World. It’s a great little book—and I don’t think the fact that Verhovek’s brother is a friend of one my wife’s best friends from high school (the reason I was invited to the book party) invalidates my positive opinion. I brought a galley along on a flight West a couple months ago and, despite being alarmed by Verhovek’s accounts of exploding jet airplanes, couldn’t stop reading. I had finished it by the time I landed in Reno.
The reason I’m bringing all this up (other than to impress you with the facts that I know Sam Howe Verhovek’s brother and have been to the Biggest Little City in the World), is because there’s a really fascinating tale in the book involving tax incentives. During the Korean War, Congress enacted an excess profits tax meant to keep military contractors from, well, profiteering. In its infinite wisdom, Congress defined excess profits as anything above what a company had been making during the peacetime years 1946-1949.
Boeing was mostly a military contractor in those days (Lockheed and Douglas dominated the passenger-plane business), and had made hardly any money at all from 1946 to 1949. So pretty much any profits it earned during the Korean conflict were by definition excess, and its effective tax rate in 1951 was going to be 82%. This was unfair and anti-business. If similar legislation were enacted today, you could expect U.S. Chamber of Commerce members to march on Washington and overturn cars on the streets.
It being 1951, Boeing instead sucked it up and let the tax incentives inadvertently devised by Congress steer it toward a bold and fateful decision. CEO Bill Allen decided, and was able to persuade Boeing’s board, to plow all those profits and more into developing what became the 707, a company-defining and world-changing innovation. Writes Verhovek:
ustin Fox is editorial director of the Harvard Business Review Group and author of The Myth of the Rational Market: A History of Risk, Reward, and Delusion on Wall Street He normally blogs at http://blogs.hbr.org/fox/
blogs.reuters.com/justinfox
The reason I’m bringing all this up (other than to impress you with the facts that I know Sam Howe Verhovek’s brother and have been to the Biggest Little City in the World), is because there’s a really fascinating tale in the book involving tax incentives. During the Korean War, Congress enacted an excess profits tax meant to keep military contractors from, well, profiteering. In its infinite wisdom, Congress defined excess profits as anything above what a company had been making during the peacetime years 1946-1949.
Boeing was mostly a military contractor in those days (Lockheed and Douglas dominated the passenger-plane business), and had made hardly any money at all from 1946 to 1949. So pretty much any profits it earned during the Korean conflict were by definition excess, and its effective tax rate in 1951 was going to be 82%. This was unfair and anti-business. If similar legislation were enacted today, you could expect U.S. Chamber of Commerce members to march on Washington and overturn cars on the streets.
It being 1951, Boeing instead sucked it up and let the tax incentives inadvertently devised by Congress steer it toward a bold and fateful decision. CEO Bill Allen decided, and was able to persuade Boeing’s board, to plow all those profits and more into developing what became the 707, a company-defining and world-changing innovation. Writes Verhovek:
Yes, it was a huge gamble, but for every dollar of the dice roll, only eighteen cents of it would have been Boeing’s to keep anyway. For Douglas and Lockheed, both in a much lower tax bracket, that was not so easy a call.So that’s it! High tax rates—confiscatory tax rates—spur innovation! Well, at least once in a blue moon they do. Which is an indication that there might be some important stuff missing from the classic economists’ view of taxation, as summed up by Greg Mankiw a few weeks ago:
Economists understand that, absent externalities, the undistorted situation reflects an optimal allocation of resources. It is crucial to know how far we are from that optimum. To be somewhat nerdy about it, the deadweight loss of a tax rises with the square of the tax rate.Somehow I don’t think that formula held true in Boeing’s case.
ustin Fox is editorial director of the Harvard Business Review Group and author of The Myth of the Rational Market: A History of Risk, Reward, and Delusion on Wall Street He normally blogs at http://blogs.hbr.org/fox/
blogs.reuters.com/justinfox
Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010
Pay Attention — or Else
Michael Schrage
7:45 AM Thursday October 21, 2010
To heck with airbags. Prevention is better than amelioration, right? That's why Mercedes ads have car owners soberly celebrating how their smart cars alertly saved their lives. These luxury vehicles were so clever that they sensed when they — and the driver's attention — had dangerously drifted and took immediate corrective action. No accidents; no airbag necessary. An ounce of prevention is worth two tons of twisted metal.
But after seeing the ad a few times, I couldn't help wondering why my laptop and mobile phone aren't similarly supportive. Are they stupid? I want my phone and computer — not just my car — to let me know when my mind is wandering. Shouldn't an iPad and an Android be at least as smart as a Mercedes?
Innovative technologies have made workplace surveillance and monitoring employees hot-button management issues. Organizations increasingly use digital devices as their media for making sure people are doing what they're supposed to be doing. Privacy advocates, unions, and regulators are alternately infuriated and intrigued by the intrusions these tools permit and encourage. As Mercedes' advertisements foreshadow, our mental models of monitoring require radical updating and upgrading.
A GPS discloses location and a video tracks actions but what's going on inside the mind? The Mercedes "Lane Keeping Assist" offers a wonderful proxy for driver focus. Cars don't drift into oncoming traffic if the driver is focused and alert. How hard would it be for Google or Microsoft to alert me that I've become distracted from my work onscreen? Perhaps I wouldn't want my Kindle to politely tell me that I'm no longer paying attention to what I'm reading, but surely my colleagues would like my digital devices to nudge me into finishing my work on time. Would I want my clients and collaborators to run apps on their iPhones and laptops helping assure that they are paying close attention to our work? You bet.
Almost 40 years ago, Nobel laureate and artificial intelligence pioneer Herb Simon observed that in an information-rich networked environment, attention is the scarcest and most essential resource. Managing people increasingly means managing their attention and monitoring their attention spans. While the technologies may not (yet) exist, the proliferation of digital devices demanding implicit, tacit, and active engagement means that management has the next best thing: network tools to analyze individual and interpersonal attention.
Even as you read this — you are paying attention, aren't you? — there's an Indian call center where an innovative company is experimenting with real-time voice stress analyzers and other physiological diagnostics to determine that employees are fully engaged in their work. Is it difficult to believe that, at Chinese and Korean manufacturing facilities, eye-tracking technologies are monitoring the gazes and blink rates of line employees in order to replace anyone whose attention has begun to flag? If you were undergoing surgery, wouldn't you want some sort of attention-monitoring mechanism assuring that the surgeon, nurses, and anesthesiologist had their minds focused on you rather than other priorities?
Quite serendipitously, the ubiquitous automobile has emerged as a global laboratory and Petri dish for innovation in attention — and distractive — technologies. Automobiles can be programmed not to start if they sense alcohol on the driver's breath. They've become subject to scores of ordinances, laws, and regulations prohibiting texting, television and talking while you drive. Every year, next-generation of sensors and software aspire to automate functions and reduce the cognitive load on drivers even as new screens and displays appear to assist driver behavior.
We're just at the very beginning of linking the digital devices that people bring into their cars with the cars themselves. The question of whether we want our Android or iPhone app to take precedence over the car's own guidance system won't be rhetorical.
The far larger question, however, is one that will soon be ferociously debated in executive suites and human resource departments all over the world: how rigorously do we want to monitor our employees' minds? We already video-record their workplace, monitor their email, and track their phone calls. Should we check up on their attention and concentration, too?
If all it takes is a few dozen lines of code in an Android or a cookie in their laptop or a cheap eye-tracking attachment to a workplace CCTV network, why not? Mercedes saves lives by investing in attention management technologies. Shouldn't your company save money and improve quality by doing the same?
blogs.hbr.org
7:45 AM Thursday October 21, 2010
To heck with airbags. Prevention is better than amelioration, right? That's why Mercedes ads have car owners soberly celebrating how their smart cars alertly saved their lives. These luxury vehicles were so clever that they sensed when they — and the driver's attention — had dangerously drifted and took immediate corrective action. No accidents; no airbag necessary. An ounce of prevention is worth two tons of twisted metal.
But after seeing the ad a few times, I couldn't help wondering why my laptop and mobile phone aren't similarly supportive. Are they stupid? I want my phone and computer — not just my car — to let me know when my mind is wandering. Shouldn't an iPad and an Android be at least as smart as a Mercedes?
Innovative technologies have made workplace surveillance and monitoring employees hot-button management issues. Organizations increasingly use digital devices as their media for making sure people are doing what they're supposed to be doing. Privacy advocates, unions, and regulators are alternately infuriated and intrigued by the intrusions these tools permit and encourage. As Mercedes' advertisements foreshadow, our mental models of monitoring require radical updating and upgrading.
A GPS discloses location and a video tracks actions but what's going on inside the mind? The Mercedes "Lane Keeping Assist" offers a wonderful proxy for driver focus. Cars don't drift into oncoming traffic if the driver is focused and alert. How hard would it be for Google or Microsoft to alert me that I've become distracted from my work onscreen? Perhaps I wouldn't want my Kindle to politely tell me that I'm no longer paying attention to what I'm reading, but surely my colleagues would like my digital devices to nudge me into finishing my work on time. Would I want my clients and collaborators to run apps on their iPhones and laptops helping assure that they are paying close attention to our work? You bet.
Almost 40 years ago, Nobel laureate and artificial intelligence pioneer Herb Simon observed that in an information-rich networked environment, attention is the scarcest and most essential resource. Managing people increasingly means managing their attention and monitoring their attention spans. While the technologies may not (yet) exist, the proliferation of digital devices demanding implicit, tacit, and active engagement means that management has the next best thing: network tools to analyze individual and interpersonal attention.
Even as you read this — you are paying attention, aren't you? — there's an Indian call center where an innovative company is experimenting with real-time voice stress analyzers and other physiological diagnostics to determine that employees are fully engaged in their work. Is it difficult to believe that, at Chinese and Korean manufacturing facilities, eye-tracking technologies are monitoring the gazes and blink rates of line employees in order to replace anyone whose attention has begun to flag? If you were undergoing surgery, wouldn't you want some sort of attention-monitoring mechanism assuring that the surgeon, nurses, and anesthesiologist had their minds focused on you rather than other priorities?
Quite serendipitously, the ubiquitous automobile has emerged as a global laboratory and Petri dish for innovation in attention — and distractive — technologies. Automobiles can be programmed not to start if they sense alcohol on the driver's breath. They've become subject to scores of ordinances, laws, and regulations prohibiting texting, television and talking while you drive. Every year, next-generation of sensors and software aspire to automate functions and reduce the cognitive load on drivers even as new screens and displays appear to assist driver behavior.
We're just at the very beginning of linking the digital devices that people bring into their cars with the cars themselves. The question of whether we want our Android or iPhone app to take precedence over the car's own guidance system won't be rhetorical.
The far larger question, however, is one that will soon be ferociously debated in executive suites and human resource departments all over the world: how rigorously do we want to monitor our employees' minds? We already video-record their workplace, monitor their email, and track their phone calls. Should we check up on their attention and concentration, too?
If all it takes is a few dozen lines of code in an Android or a cookie in their laptop or a cheap eye-tracking attachment to a workplace CCTV network, why not? Mercedes saves lives by investing in attention management technologies. Shouldn't your company save money and improve quality by doing the same?
blogs.hbr.org
Dining On A Budget
Is it cheaper to eat at home… or go out? This elusive question is never easy to answer, as the actual “cost” of a meal depends on what is most valuable to you: your money, your time, or your health. Although each of these values can be widely subjective, the financial cost and calorie counts can be a bit more concrete. The infographic below takes a look at how eating at home compares to dining out:
click to enlarge
Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010
Πέντε μύθοι της Σοφοκλέους που... γκρεμίστηκαν!
Δημοσιεύθηκε: 07:54 - 18/10/10 | του Στέφανου Κοτζαμάνη | |
Παρατηρώντας την πορεία των μετοχών κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο, εύκολα διαπιστώνει κάποιος πόσο "out" είναι σήμερα πέντε "μύθοι" με τους οποίους μεγάλωσαν... γενιές επενδυτών - Αναλυτικός πίνακας.
Η πορεία των τιμών των μετοχών το τελευταίο δωδεκάμηνο (στοιχεία παρατιθέμενου πίνακα, από τις 14/10/2009 έως τις 14/10/2010) είναι σε θέση να αμφισβητήσει πολλές από τις γνωστές πρακτικές του επενδυτικού παρελθόντος.
Μύθος πρώτος: Σε περίπτωση κρίσης, επικεντρωνόμαστε σε μετοχές με μικρότερο κίνδυνο και μεγαλύτερη εμπορευσιμότητα, που δεν είναι άλλες από τα blue chips.
Είδαμε να γίνεται: Κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο, ο Γενικός Δείκτης του Χ.Α. υποχώρησε 46,78%, όταν ο δείκτης της υψηλής κεφαλαιοποίησης FTSE/ASE-20 υποχρεώθηκε σε σαφώς μεγαλύτερες απώλειες (51,65%). Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο δείκτης της μεσαίας κεφαλαιοποίησης έπεσε κατά 46,1% και της μικρής σε ποσοστό 45,4%.
Οι τράπεζες, μάλιστα, αποδείχτηκαν ο αδύναμος κρίκος των blue chips και ενδεικτικά αναφέρουμε το -69,86% της Πειραιώς, το -65,94% της Εθνικής, το -59,4% της Eurobank κ.λπ.
Η πορεία των τιμών των μετοχών το τελευταίο δωδεκάμηνο (στοιχεία παρατιθέμενου πίνακα, από τις 14/10/2009 έως τις 14/10/2010) είναι σε θέση να αμφισβητήσει πολλές από τις γνωστές πρακτικές του επενδυτικού παρελθόντος.
Μύθος πρώτος: Σε περίπτωση κρίσης, επικεντρωνόμαστε σε μετοχές με μικρότερο κίνδυνο και μεγαλύτερη εμπορευσιμότητα, που δεν είναι άλλες από τα blue chips.
Είδαμε να γίνεται: Κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο, ο Γενικός Δείκτης του Χ.Α. υποχώρησε 46,78%, όταν ο δείκτης της υψηλής κεφαλαιοποίησης FTSE/ASE-20 υποχρεώθηκε σε σαφώς μεγαλύτερες απώλειες (51,65%). Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο δείκτης της μεσαίας κεφαλαιοποίησης έπεσε κατά 46,1% και της μικρής σε ποσοστό 45,4%.
Οι τράπεζες, μάλιστα, αποδείχτηκαν ο αδύναμος κρίκος των blue chips και ενδεικτικά αναφέρουμε το -69,86% της Πειραιώς, το -65,94% της Εθνικής, το -59,4% της Eurobank κ.λπ.
Μύθος δεύτερος: Σε περίοδο έντονης ανόδου ή μεγάλης πτώσης, πολύ μικρή σημασία έχει να επιλέγεις ποιες μετοχές θα έχεις στο χαρτοφυλάκιό σου, καθώς η πορεία στο ταμπλό θα είναι λίγο έως πολύ παράλληλη.
Είδαμε να γίνεται: Διαπιστώσαμε πολύ μεγάλες διαφοροποιήσεις στις αποδόσεις μεταξύ των μετοχών και επίσης πόσο μεγάλες αποδόσεις θα μπορούσε να αποφέρει ένα επιτυχές stock picking. Συγκεκριμένα, ενώ ο Γενικός Δείκτης υποχώρησε κατά 46,78%, είδαμε 18 μετοχές να καταγράφουν κέρδη (το 7% του συνόλου, μεταξύ των οποίων τις Coca Cola Τρία Έψιλον, Crown Hellas, Στ. Κανάκης, MLS, Ικτίνος, Δίας Ιχθυοκαλλιέργειες, Folli Follie κ.ά.), όπως επίσης και άλλες 30 (το 12% του συνόλου) να γράφουν ζημίες χαμηλότερες του 20%, όταν η απόδοση των κρατικών ομολόγων ήταν πολύ χειρότερη.
Από την άλλη πλευρά, είδαμε 95 μετοχές (το 36,8% του συνόλου) να υποχρεώνονται σε πτώση μεγαλύτερη του 50%, με ενδεικτικές περιπτώσεις τις ΝΕΛ (-95%), Ηλεκτρονική (-83,6%), ΑΕΓΕΚ (-83,5%), Atlantic (-83,04%), Intrakat, Αττικάτ, Βιοτέρ, Ridenco κ.ά.
Σε γενικές γραμμές, οι τράπεζες, μικρομεσαίες κατασκευαστικές και το εμπόριο υποαπέδωσαν, ενώ καλύτερα τα πήγαν τα εξαγωγικά "χαρτιά", τα κρατικόχαρτα και ορισμένες υγιείς επιχειρήσεις μικρού μεγέθους.
Μύθος τρίτος: Οι μετοχές των λεγόμενων αμυντικών κλάδων τα πηγαίνουν καλύτερα σε περίοδο κρίσης. Τέτοια "χαρτιά" θεωρήθηκαν από αρκετούς αναλυτές τα κρατικόχαρτα, οι τηλεπικοινωνίες, η ιδιωτική υγεία, εταιρίες με προϊόντα χαμηλής τιμής (π.χ. Sprider, Jumbo, Fourlis κ.ά.), τα τρόφιμα, η ενέργεια κ.λπ.
Είδαμε να γίνεται: Ξεκινώντας από τους κλάδους των τηλεπικοινωνιών και της ιδιωτικής υγείας, οι μετοχές τους εμφάνισαν χειρότερη επίδοση το τελευταίο δωδεκάμηνο σε σύγκριση με τον Γενικό Δείκτη, Στις τηλεπικοινωνίες είχαμε -62,8% στη Hellas On Line, -60,6% στη Forthnet και -55,5% στον ΟΤΕ, ενώ στην ιδιωτική υγεία είχαμε -66,1% στη Euromedica, -62,6% στο Ιατρικό Αθηνών, -60,28% στο Υγεία και -59% στο ΙΑΣΩ. Βασική αιτία των παραπάνω είναι ότι αποδείχτηκε πως ούτε και αυτοί οι κλάδοι μένουν αλώβητοι από μια ισχυρή κρίση.
Σε ό,τι αφορά εταιρίες που πουλάνε προϊόντα σε χαμηλές τιμές, είδαμε διαφοροποιημένη στάση, με τη Sprider να χάνει 74,8%, τη Fourlis 46,4% και την Jumbo 37,3%. Στην ενέργεια, η Τέρνα Ενεργειακή υποχώρησε κατά 54,2%.
Η ομάδα των μετοχών που επιβεβαίωσε περισσότερο από τις άλλες τον αμυντικό της χαρακτήρα ήταν τα λεγόμενα κρατικόχαρτα, χωρίς όμως και εκεί να αποφευχθούν οι σημαντικές μειώσεις στις τιμές του ταμπλό: -37,1% για τον ΟΠΑΠ, -26,3% για την ΕΥΑΘ, -24,4% για τον ΟΛΘ, -24,1% για τη ΔΕΗ, -22,1% για την ΕΥΔΑΠ, -20,2% για τον ΟΛΠ.
Μύθος τέταρτος: Ποτέ κανείς δεν έχασε αγοράζοντας γη (και προφανώς κανείς δεν έχασε αγοράζοντας έμμεσα γη μέσω εισηγμένων εταιριών στο Χρηματιστήριο της Αθήνας).
Είδαμε να γίνεται: Είδαμε τις εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον χώρο του development να καταγράφουν μεγάλες απώλειες (π.χ. Pasal -73,4%, READS -54,8%, Lamda Development -52,4%, Κέκροψ -52,%, Βωβός -51,6%), παρότι πριν από ένα έτος διαπραγματεύονταν με σημαντικό discount έναντι της καθαρής αξίας του ενεργητικού τους (NAV). Σημαντικές μεν, αλλά χαμηλότερες ήταν οι απώλειες των ΑΕΕΑΠ, που προσφέρουν υψηλή μερισματική απόδοση.
Μύθος πέμπτος: Υπάρχουν τα λεγόμενα γαλάζια και πράσινα χαρτιά, τα οποία ευνοούνται την περίοδο όπου θα βρεθεί στην εξουσία η φερόμενη ως φίλα προσκείμενη κυβέρνηση.
Είδαμε να γίνεται: Πέρασε κάτι παραπάνω από ένα έτος από την ανάληψη της κυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ και τον κ. Γιώργο Παπανδρέου. Κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο, όποιες μετοχές θεωρούνταν στο παρελθόν "πράσινες" μάλλον υποαπέδωσαν, παρά υπεραπέδωσαν έναντι του Γενικού Δείκτη.
* Ο αναλυτικός πίνακας με τις μεταβολές στις τιμές των μετοχών στο διάστημα 14/10/2009 - 14/10/2010 δημοσιεύεται στη δεξιά στήλη "Συνοδευτικό Υλικό".
Είδαμε να γίνεται: Διαπιστώσαμε πολύ μεγάλες διαφοροποιήσεις στις αποδόσεις μεταξύ των μετοχών και επίσης πόσο μεγάλες αποδόσεις θα μπορούσε να αποφέρει ένα επιτυχές stock picking. Συγκεκριμένα, ενώ ο Γενικός Δείκτης υποχώρησε κατά 46,78%, είδαμε 18 μετοχές να καταγράφουν κέρδη (το 7% του συνόλου, μεταξύ των οποίων τις Coca Cola Τρία Έψιλον, Crown Hellas, Στ. Κανάκης, MLS, Ικτίνος, Δίας Ιχθυοκαλλιέργειες, Folli Follie κ.ά.), όπως επίσης και άλλες 30 (το 12% του συνόλου) να γράφουν ζημίες χαμηλότερες του 20%, όταν η απόδοση των κρατικών ομολόγων ήταν πολύ χειρότερη.
Από την άλλη πλευρά, είδαμε 95 μετοχές (το 36,8% του συνόλου) να υποχρεώνονται σε πτώση μεγαλύτερη του 50%, με ενδεικτικές περιπτώσεις τις ΝΕΛ (-95%), Ηλεκτρονική (-83,6%), ΑΕΓΕΚ (-83,5%), Atlantic (-83,04%), Intrakat, Αττικάτ, Βιοτέρ, Ridenco κ.ά.
Σε γενικές γραμμές, οι τράπεζες, μικρομεσαίες κατασκευαστικές και το εμπόριο υποαπέδωσαν, ενώ καλύτερα τα πήγαν τα εξαγωγικά "χαρτιά", τα κρατικόχαρτα και ορισμένες υγιείς επιχειρήσεις μικρού μεγέθους.
Μύθος τρίτος: Οι μετοχές των λεγόμενων αμυντικών κλάδων τα πηγαίνουν καλύτερα σε περίοδο κρίσης. Τέτοια "χαρτιά" θεωρήθηκαν από αρκετούς αναλυτές τα κρατικόχαρτα, οι τηλεπικοινωνίες, η ιδιωτική υγεία, εταιρίες με προϊόντα χαμηλής τιμής (π.χ. Sprider, Jumbo, Fourlis κ.ά.), τα τρόφιμα, η ενέργεια κ.λπ.
Είδαμε να γίνεται: Ξεκινώντας από τους κλάδους των τηλεπικοινωνιών και της ιδιωτικής υγείας, οι μετοχές τους εμφάνισαν χειρότερη επίδοση το τελευταίο δωδεκάμηνο σε σύγκριση με τον Γενικό Δείκτη, Στις τηλεπικοινωνίες είχαμε -62,8% στη Hellas On Line, -60,6% στη Forthnet και -55,5% στον ΟΤΕ, ενώ στην ιδιωτική υγεία είχαμε -66,1% στη Euromedica, -62,6% στο Ιατρικό Αθηνών, -60,28% στο Υγεία και -59% στο ΙΑΣΩ. Βασική αιτία των παραπάνω είναι ότι αποδείχτηκε πως ούτε και αυτοί οι κλάδοι μένουν αλώβητοι από μια ισχυρή κρίση.
Σε ό,τι αφορά εταιρίες που πουλάνε προϊόντα σε χαμηλές τιμές, είδαμε διαφοροποιημένη στάση, με τη Sprider να χάνει 74,8%, τη Fourlis 46,4% και την Jumbo 37,3%. Στην ενέργεια, η Τέρνα Ενεργειακή υποχώρησε κατά 54,2%.
Η ομάδα των μετοχών που επιβεβαίωσε περισσότερο από τις άλλες τον αμυντικό της χαρακτήρα ήταν τα λεγόμενα κρατικόχαρτα, χωρίς όμως και εκεί να αποφευχθούν οι σημαντικές μειώσεις στις τιμές του ταμπλό: -37,1% για τον ΟΠΑΠ, -26,3% για την ΕΥΑΘ, -24,4% για τον ΟΛΘ, -24,1% για τη ΔΕΗ, -22,1% για την ΕΥΔΑΠ, -20,2% για τον ΟΛΠ.
Μύθος τέταρτος: Ποτέ κανείς δεν έχασε αγοράζοντας γη (και προφανώς κανείς δεν έχασε αγοράζοντας έμμεσα γη μέσω εισηγμένων εταιριών στο Χρηματιστήριο της Αθήνας).
Είδαμε να γίνεται: Είδαμε τις εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον χώρο του development να καταγράφουν μεγάλες απώλειες (π.χ. Pasal -73,4%, READS -54,8%, Lamda Development -52,4%, Κέκροψ -52,%, Βωβός -51,6%), παρότι πριν από ένα έτος διαπραγματεύονταν με σημαντικό discount έναντι της καθαρής αξίας του ενεργητικού τους (NAV). Σημαντικές μεν, αλλά χαμηλότερες ήταν οι απώλειες των ΑΕΕΑΠ, που προσφέρουν υψηλή μερισματική απόδοση.
Μύθος πέμπτος: Υπάρχουν τα λεγόμενα γαλάζια και πράσινα χαρτιά, τα οποία ευνοούνται την περίοδο όπου θα βρεθεί στην εξουσία η φερόμενη ως φίλα προσκείμενη κυβέρνηση.
Είδαμε να γίνεται: Πέρασε κάτι παραπάνω από ένα έτος από την ανάληψη της κυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ και τον κ. Γιώργο Παπανδρέου. Κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο, όποιες μετοχές θεωρούνταν στο παρελθόν "πράσινες" μάλλον υποαπέδωσαν, παρά υπεραπέδωσαν έναντι του Γενικού Δείκτη.
* Ο αναλυτικός πίνακας με τις μεταβολές στις τιμές των μετοχών στο διάστημα 14/10/2009 - 14/10/2010 δημοσιεύεται στη δεξιά στήλη "Συνοδευτικό Υλικό".
Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010
Η σύγκρουση των νομισμάτων
του Γιάνη Βαρουφάκη 13/10/2010 | ||
Την πρώτη φορά ως τραγωδία
Όταν το 1929 ξέσπασε η Κρίση, τα κράτη πανικοβλήθηκαν βλέποντας τα έσοδά τους να καταρρέουν και τα έξοδά τους να αυξάνονται. Η αντανακλαστική τους αντίδραση ήταν κατανοητή: προέβησαν σε περικοπές του προϋπολογισμού τους ελπίζοντας ότι έτσι θα τους ισοσκελίσουν. Όμως γρήγορα κατάλαβαν ότι το φάρμακο ήταν χειρότερο από την ασθένεια: οι περικοπές που επιδείνωσαν την Κρίση και έτσι μεγάλωσαν (αντί να μειώσουν) τα ελλείμματα. Προχώρησαν λοιπόν στο Plan B: έχοντας πλέον καταλάβει ότι το πρόβλημα της οικονομίας τους ήταν η έλλειψη ζήτησης, αποφάσισαν να κάνουν το μόνο πράγμα που γνώριζαν: Να «εισάγουν» ζήτηση από το εξωτερικό. Πως; Υποτιμώντας το νόμισμά τους έτσι ώστε οι εξαγωγές τους να φθηνύνουν στο εξωτερικό και, με αυτό τον τρόπο, να «εισάγουν» ζήτηση για τα ντόπια προϊόντα απ’ έξω. Όμως κι αυτό το σχέδιο απέτυχε. Γιατί; Επειδή δεν γίνεται όλοι να υποτιμήσουν το νόμισμά τους. Δεν είναι δυνατόν να πέφτουν όλα τα νομίσματα μαζί. Ο μόνος τρόπος να υποτιμηθεί το δολάριο είναι να υπερτιμηθεί κάποιο άλλο νόμισμα. Και καθώς το διαπλανητικό εμπόριο δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμα (κάτι που θα ήταν απαραίτητο ώστε να μπορεί μια γενικευμένη μείωση της αξίας των νομισμάτων της γης να οδηγήσει στην αύξηση των συνολικών εξαγωγών της), και αυτό το εγχείρημα εστέφθη από παταγώδη αποτυχία. Έτσι προχώρησαν στο Plan C: έβαλαν δασμούς στα αγαθά των «ξένων» με σκοπό την ενίσχυση της ζήτησης ντόπιων προϊόντων. Όμως όταν αντέδρασαν οι "ξένοι" κάνοντας το ίδιο, πλήγησαν οι δικές τους εξαγωγές και, το χειρότερο, επλήγη το διεθνές εμπόριο. Τα υπόλοιπα τα γνωρίζετε: η Κρίση έγινε μόνιμη, σε όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 1930, μέχρις ότου προέκυψε η «λύση»: η αύξηση των κρατικών επενδύσεων σε παγκόσμιο επίπεδο, ελέω Β' παγκοσμίου πολέμου, που εξαφάνισε την Κρίση εν μία νυκτί. Το ότι για να γίνει αυτό εξαφανίστηκαν και 50 εκατομμύρια άνθρωποι (1939-1945) ήταν μια απλή απόδειξη ότι, εν απουσία μιας οικουμενικά ορθολογικής πολιτικής παρέμβασης εναντίον της Παγκόσμιας Κρίσης, μόνο οι ανθρωποθυσίες μπορεί να βοηθήσουν.
Την δεύτερη φορά ως φάρσα
Σήμερα, το 2010, δύο χρόνια μετά από το δικό μας 1929, βρισκόμαστε ήδη στο Plan C. Αρχίσαμε με τις περικοπές εν καιρώ Κρίσης, και η Κρίση φούντωσε τόσο σε κεντρικές χώρες όπως οι ΗΠΑ (όπου η ανεργία αποτελματώθηκε πλήρως με το που σταμάτησαν οι αρχικές τονωτικές ενέσεις) όσο και στην Ευρώπη (για να μην μιλήσουμε συγκεκριμένα για την Ελλάδα). Πολύ γρήγορα η ενδυνάμωση της Κρίσης οδήγησε σχεδόν ταυτόχρονα στα Plans B&C: ΗΠΑ και Ευρώπη επιδίδονται σε ρητορικό πόλεμο εναντίον της Κίνας, πασχίζοντας να την πείσουν να αφήσει το δολάριο και το ευρώ να υποτιμηθούν (σε σχέση με το γουάν). Παράλληλα, το Κογκρέσο, έχοντας προεξοφλήσει την άρνηση του Πεκίνου να ενδώσει, έχει ήδη ψηφίσει νόμο επιβολής δασμών στις Κινεζικές εισαγωγές. Ένας πόλεμος συναλλαγμάτων και δασμών, πανομοιότυπος με εκείνον της δεκαετίας του 1930 φαίνεται να είναι στα σκαριά. Η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα, είχε πει ο Κάρολος. Πόσο φάρσα θα είναι όμως και ποιο το ανθρώπινο κόστος της;
Ο κεντρικός ρόλος της Κίνας
Νομίζω ότι η προσπάθεια να απαντήσουμε το ερώτημα και να ρίξουμε λίγο φως στο σκοτεινό μέλλον, μπορεί να ξεκινήσει με την ευρωπαϊκή περιοδεία του Κινέζου πρωθυπουργού. Όσο ο κ. Wen Jiabao περιδιάβαινε στας Ευρώπας, η σύρραξη των νομισμάτων φούντωνε: ΗΠΑ, Ευρώπη και Ιαπωνία εκτόξευσαν από κοινού, και σχεδόν συντονισμένα, τα βέλη τους εναντίον της Κίνας κατηγορώντας την ότι, μη επιτρέποντας την υπερτίμηση του γουάν, κλέβει τις δουλειές των αμερικανών, ιαπώνων και ευρωπαίων εργαζόμενων. Οι φραστικές επιθέσεις από την Washington, που ακούγονταν σποραδικά έως τότε, εντάθηκαν και προστέθηκαν στον θυμό της Ιαπωνίας μετά την απόφαση της Κίνας να αγοράσει Ιαπωνικά ομόλογα, και να στηρίξει (τουλάχιστον στα λόγια) τα ελληνικά. Για το Τόκυο και τις Βρυξέλλες αυτές οι κινήσεις των Κινέζων υπέρ των Ιαπωνικών και ελληνικών ομολόγων θεωρήθηκαν επιθετικές κινήσεις και μέρος μιας τακτικής απόρριψης των δυτικών πιέσεων για υποτίμηση του Κινεζικού νομίσματος. Τώρα που η Ιαπωνία βουλιάζει υπό το βάρος του ακριβού γιέν, και η Γερμανία επενδύει στην ελληνική κρίση για να κρατάει το ευρώ χαμηλά, η Κίνα προέβη στις συγκεκριμένες κινήσεις ως μία δήλωση ότι δεν θα επιτρέψει να την εμπλέξουν οι δυτικοί σε μια δίνη υποτιμήσεων σαν εκείνη της δεκαετίας του 1930. Ότι επιμένει να ελέγχει το νόμισμά της.
Αν πάρουμε τους τρεις δυτικούς πυλώνες (ΗΠΑ, Ιαπωνία και Ευρώπη) παρατηρούμε το εξής κοινό χαρακτηριστικό: πλήρη αδυναμία της εσωτερικής αγοράς τους να παραγάγει αρκετή ζήτηση για να βοηθήσει στην υπέρβαση από την Κρίση. Οι ΗΠΑ, που για τριάντα χρόνια έλκυαν τα κεφάλαια της οικουμένης (και έτσι κατάφερναν να χρηματοδοτούν το τεράστιο εμπορικό τους έλλειμμα), τώρα βλέπουν την μαζική αυτή μετανάστευση κεφαλαίων προς την Wall Street να έχει κοπάσει και για αυτό νιώθουν το βάρος των εμπορικών τους ελλειμμάτων. Αντιμέτωπη με τις εκλογές του Νοεμβρίου, είναι ευκολότερο για την κυβέρνηση Ομπάμα να κηρύξει πόλεμο λόγων εναντίον της Κίνας από το να προβεί σε αυτοκριτική (άφησε τις χρεωκοπημένες τράπεζες να ξεκοκκαλίσουν τα χρήματα του bail out) και σε μια λογική ανάλυση των εγγενών προβλημάτων της Αμερικανικής οικονομίας (χαμηλή αγοραστική δύναμη των πολλών). Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει στην Ιαπωνία και στην Ευρώπη: χρεοκοπημένες από ιδέες για την στήριξη της ντόπιας ζήτησης, στρέφονται στην συνταγή της υποτίμησης του γιεν και του ευρώ. Απέναντι σε ποιο νόμισμα όμως; Όχι βέβαια στο δολάριο (κάτι που θα εξόργιζε την Washington) αλλά προς το νόμισμα της μόνης σοβαρής οικονομίας που μένει: Του γουάν.
Απέναντι σε αυτή την άτυπη συμμαχία βρίσκεται μόνη της η Κίνα. Σε τι διαφέρει η οικονομία της από εκείνες των ΗΠΑ, Ευρώπης και Ιαπωνίας; Στο εξής: πάνω από το 55% των Κινεζικών εξαγωγών παράγονται από δυτικές πολυεθνικές εντός της Κίνας οι οποίες, όπως είναι φυσικό, είναι ενθουσιασμένες με το φθηνό γουάν, το οποίο τους εξασφαλίζει χαμηλά κόστη και εύκολες πωλήσεις στις χώρες όπου έχουν την βάση τους. Αναρωτηθήκατε ποτέ πως έγινε δυνατόν η κομμουνιστική Κίνα να γίνει τόσο γρήγορα δεκτή στους κόλπους του ΔNT, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Οργανισμού Εμπορίου; Ο λόγος ήταν η συμμαχία του ΚΚ της Κίνας με τις δυτικές πολυεθνικές. Στην βάση αυτής της συμμαχίας το ΚΚ της Κίνας οικοδομεί μια νέα εθνική αστική τάξη η οποία είναι συνεκτικά διασυνδεδεμένη με το Κινεζικό κράτος. Η ενίσχυση αυτής της αστικής τάξης στηρίζεται στο μεγάλο μερίδιο του ΑΕΠ που πάει σε δημόσιες επενδύσεις και στο όλο και μειούμενο ποσοστό των μισθών (σημ. οι μισθοί στην Κίνα αυξάνονται αλλά όχι ως ποσοστό του ΑΕΠ). Ενδεικτικά αναφέρω ότι μετά την Κρίση του 2008 η Κινεζική κυβέρνηση έριξε πάνω από 1,5 τρις δολάρια στην οικονομία για να μην μειωθεί δραστικά ο ρυθμός ανάπτυξης. Το εγχείρημα πέτυχε και ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ διατηρήθηκε στο 9%-10%. Όμως, κι αυτό έχει σημασία, το ποσοστό του ΑΕΠ που πήγε στους μισθωτούς μειώθηκε, η δε κατανάλωση έπεσε κάτω του 40%! Που πήγαν τα άλλα; Σε επενδύσεις υποδομών, είναι η απάντηση. Τραίνα, δρόμοι, παραγωγή και διανομή ενέργειας, έρευνα.
Περιληπτικά, στο έδαφος της Κίνας χτίστηκε και ενισχύεται καθημερινά μια τριπλή συμμαχία μεταξύ: (α) Του ΚΚ της Κίνας, (β) της νέας εθνικής αστικής τάξης, και (γ) των δυτικών και ιαπωνικών πολυεθνικών. Το έδαφος πάνω στο οποίο στηρίζεται η ισχυρή αυτή συμμαχία είναι το απέραντο εργατικό δυναμικό της χώρας το οποίο, με την ελαστική και φθηνή εργασία του, δημιουργεί τις προϋποθέσεις τεράστιων επενδύσεων και εξαγωγών.
Σε αυτό το πλαίσιο, βλέπουμε κάτι που συχνά αγνοείται: Η σύγκρουση δεν είναι απλώς μια σύγκρουση Κίνας-Δύσης αλλά και μεταξύ (α) δυτικών κυβερνήσεων και (β) δυτικών πολυεθνικών οι οποίες δεν έχουν καμία όρεξη να δουν τον ρόλο και την εσωτερική δυναμική της Κίνας να αλλάζει. Την ίδια στιγμή που το αμερικανικό κράτος χρηματοδοτεί τα ελλείμματά του πουλώντας ομόλογα στο Κινέζικο κράτος, το αμερικανικό κεφάλαιο συσσωρεύεται στην Κίνα (π.χ. τα κέρδη της Apple, που παράγει τα iPhone στα εργοστάσια της κινεζικής Foxcon, αυγαταίνουν επί Κινεζικού εδάφους).
Όταν το 1929 ξέσπασε η Κρίση, τα κράτη πανικοβλήθηκαν βλέποντας τα έσοδά τους να καταρρέουν και τα έξοδά τους να αυξάνονται. Η αντανακλαστική τους αντίδραση ήταν κατανοητή: προέβησαν σε περικοπές του προϋπολογισμού τους ελπίζοντας ότι έτσι θα τους ισοσκελίσουν. Όμως γρήγορα κατάλαβαν ότι το φάρμακο ήταν χειρότερο από την ασθένεια: οι περικοπές που επιδείνωσαν την Κρίση και έτσι μεγάλωσαν (αντί να μειώσουν) τα ελλείμματα. Προχώρησαν λοιπόν στο Plan B: έχοντας πλέον καταλάβει ότι το πρόβλημα της οικονομίας τους ήταν η έλλειψη ζήτησης, αποφάσισαν να κάνουν το μόνο πράγμα που γνώριζαν: Να «εισάγουν» ζήτηση από το εξωτερικό. Πως; Υποτιμώντας το νόμισμά τους έτσι ώστε οι εξαγωγές τους να φθηνύνουν στο εξωτερικό και, με αυτό τον τρόπο, να «εισάγουν» ζήτηση για τα ντόπια προϊόντα απ’ έξω. Όμως κι αυτό το σχέδιο απέτυχε. Γιατί; Επειδή δεν γίνεται όλοι να υποτιμήσουν το νόμισμά τους. Δεν είναι δυνατόν να πέφτουν όλα τα νομίσματα μαζί. Ο μόνος τρόπος να υποτιμηθεί το δολάριο είναι να υπερτιμηθεί κάποιο άλλο νόμισμα. Και καθώς το διαπλανητικό εμπόριο δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμα (κάτι που θα ήταν απαραίτητο ώστε να μπορεί μια γενικευμένη μείωση της αξίας των νομισμάτων της γης να οδηγήσει στην αύξηση των συνολικών εξαγωγών της), και αυτό το εγχείρημα εστέφθη από παταγώδη αποτυχία. Έτσι προχώρησαν στο Plan C: έβαλαν δασμούς στα αγαθά των «ξένων» με σκοπό την ενίσχυση της ζήτησης ντόπιων προϊόντων. Όμως όταν αντέδρασαν οι "ξένοι" κάνοντας το ίδιο, πλήγησαν οι δικές τους εξαγωγές και, το χειρότερο, επλήγη το διεθνές εμπόριο. Τα υπόλοιπα τα γνωρίζετε: η Κρίση έγινε μόνιμη, σε όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 1930, μέχρις ότου προέκυψε η «λύση»: η αύξηση των κρατικών επενδύσεων σε παγκόσμιο επίπεδο, ελέω Β' παγκοσμίου πολέμου, που εξαφάνισε την Κρίση εν μία νυκτί. Το ότι για να γίνει αυτό εξαφανίστηκαν και 50 εκατομμύρια άνθρωποι (1939-1945) ήταν μια απλή απόδειξη ότι, εν απουσία μιας οικουμενικά ορθολογικής πολιτικής παρέμβασης εναντίον της Παγκόσμιας Κρίσης, μόνο οι ανθρωποθυσίες μπορεί να βοηθήσουν.
Την δεύτερη φορά ως φάρσα
Σήμερα, το 2010, δύο χρόνια μετά από το δικό μας 1929, βρισκόμαστε ήδη στο Plan C. Αρχίσαμε με τις περικοπές εν καιρώ Κρίσης, και η Κρίση φούντωσε τόσο σε κεντρικές χώρες όπως οι ΗΠΑ (όπου η ανεργία αποτελματώθηκε πλήρως με το που σταμάτησαν οι αρχικές τονωτικές ενέσεις) όσο και στην Ευρώπη (για να μην μιλήσουμε συγκεκριμένα για την Ελλάδα). Πολύ γρήγορα η ενδυνάμωση της Κρίσης οδήγησε σχεδόν ταυτόχρονα στα Plans B&C: ΗΠΑ και Ευρώπη επιδίδονται σε ρητορικό πόλεμο εναντίον της Κίνας, πασχίζοντας να την πείσουν να αφήσει το δολάριο και το ευρώ να υποτιμηθούν (σε σχέση με το γουάν). Παράλληλα, το Κογκρέσο, έχοντας προεξοφλήσει την άρνηση του Πεκίνου να ενδώσει, έχει ήδη ψηφίσει νόμο επιβολής δασμών στις Κινεζικές εισαγωγές. Ένας πόλεμος συναλλαγμάτων και δασμών, πανομοιότυπος με εκείνον της δεκαετίας του 1930 φαίνεται να είναι στα σκαριά. Η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα, είχε πει ο Κάρολος. Πόσο φάρσα θα είναι όμως και ποιο το ανθρώπινο κόστος της;
Ο κεντρικός ρόλος της Κίνας
Νομίζω ότι η προσπάθεια να απαντήσουμε το ερώτημα και να ρίξουμε λίγο φως στο σκοτεινό μέλλον, μπορεί να ξεκινήσει με την ευρωπαϊκή περιοδεία του Κινέζου πρωθυπουργού. Όσο ο κ. Wen Jiabao περιδιάβαινε στας Ευρώπας, η σύρραξη των νομισμάτων φούντωνε: ΗΠΑ, Ευρώπη και Ιαπωνία εκτόξευσαν από κοινού, και σχεδόν συντονισμένα, τα βέλη τους εναντίον της Κίνας κατηγορώντας την ότι, μη επιτρέποντας την υπερτίμηση του γουάν, κλέβει τις δουλειές των αμερικανών, ιαπώνων και ευρωπαίων εργαζόμενων. Οι φραστικές επιθέσεις από την Washington, που ακούγονταν σποραδικά έως τότε, εντάθηκαν και προστέθηκαν στον θυμό της Ιαπωνίας μετά την απόφαση της Κίνας να αγοράσει Ιαπωνικά ομόλογα, και να στηρίξει (τουλάχιστον στα λόγια) τα ελληνικά. Για το Τόκυο και τις Βρυξέλλες αυτές οι κινήσεις των Κινέζων υπέρ των Ιαπωνικών και ελληνικών ομολόγων θεωρήθηκαν επιθετικές κινήσεις και μέρος μιας τακτικής απόρριψης των δυτικών πιέσεων για υποτίμηση του Κινεζικού νομίσματος. Τώρα που η Ιαπωνία βουλιάζει υπό το βάρος του ακριβού γιέν, και η Γερμανία επενδύει στην ελληνική κρίση για να κρατάει το ευρώ χαμηλά, η Κίνα προέβη στις συγκεκριμένες κινήσεις ως μία δήλωση ότι δεν θα επιτρέψει να την εμπλέξουν οι δυτικοί σε μια δίνη υποτιμήσεων σαν εκείνη της δεκαετίας του 1930. Ότι επιμένει να ελέγχει το νόμισμά της.
Αν πάρουμε τους τρεις δυτικούς πυλώνες (ΗΠΑ, Ιαπωνία και Ευρώπη) παρατηρούμε το εξής κοινό χαρακτηριστικό: πλήρη αδυναμία της εσωτερικής αγοράς τους να παραγάγει αρκετή ζήτηση για να βοηθήσει στην υπέρβαση από την Κρίση. Οι ΗΠΑ, που για τριάντα χρόνια έλκυαν τα κεφάλαια της οικουμένης (και έτσι κατάφερναν να χρηματοδοτούν το τεράστιο εμπορικό τους έλλειμμα), τώρα βλέπουν την μαζική αυτή μετανάστευση κεφαλαίων προς την Wall Street να έχει κοπάσει και για αυτό νιώθουν το βάρος των εμπορικών τους ελλειμμάτων. Αντιμέτωπη με τις εκλογές του Νοεμβρίου, είναι ευκολότερο για την κυβέρνηση Ομπάμα να κηρύξει πόλεμο λόγων εναντίον της Κίνας από το να προβεί σε αυτοκριτική (άφησε τις χρεωκοπημένες τράπεζες να ξεκοκκαλίσουν τα χρήματα του bail out) και σε μια λογική ανάλυση των εγγενών προβλημάτων της Αμερικανικής οικονομίας (χαμηλή αγοραστική δύναμη των πολλών). Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει στην Ιαπωνία και στην Ευρώπη: χρεοκοπημένες από ιδέες για την στήριξη της ντόπιας ζήτησης, στρέφονται στην συνταγή της υποτίμησης του γιεν και του ευρώ. Απέναντι σε ποιο νόμισμα όμως; Όχι βέβαια στο δολάριο (κάτι που θα εξόργιζε την Washington) αλλά προς το νόμισμα της μόνης σοβαρής οικονομίας που μένει: Του γουάν.
Απέναντι σε αυτή την άτυπη συμμαχία βρίσκεται μόνη της η Κίνα. Σε τι διαφέρει η οικονομία της από εκείνες των ΗΠΑ, Ευρώπης και Ιαπωνίας; Στο εξής: πάνω από το 55% των Κινεζικών εξαγωγών παράγονται από δυτικές πολυεθνικές εντός της Κίνας οι οποίες, όπως είναι φυσικό, είναι ενθουσιασμένες με το φθηνό γουάν, το οποίο τους εξασφαλίζει χαμηλά κόστη και εύκολες πωλήσεις στις χώρες όπου έχουν την βάση τους. Αναρωτηθήκατε ποτέ πως έγινε δυνατόν η κομμουνιστική Κίνα να γίνει τόσο γρήγορα δεκτή στους κόλπους του ΔNT, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Οργανισμού Εμπορίου; Ο λόγος ήταν η συμμαχία του ΚΚ της Κίνας με τις δυτικές πολυεθνικές. Στην βάση αυτής της συμμαχίας το ΚΚ της Κίνας οικοδομεί μια νέα εθνική αστική τάξη η οποία είναι συνεκτικά διασυνδεδεμένη με το Κινεζικό κράτος. Η ενίσχυση αυτής της αστικής τάξης στηρίζεται στο μεγάλο μερίδιο του ΑΕΠ που πάει σε δημόσιες επενδύσεις και στο όλο και μειούμενο ποσοστό των μισθών (σημ. οι μισθοί στην Κίνα αυξάνονται αλλά όχι ως ποσοστό του ΑΕΠ). Ενδεικτικά αναφέρω ότι μετά την Κρίση του 2008 η Κινεζική κυβέρνηση έριξε πάνω από 1,5 τρις δολάρια στην οικονομία για να μην μειωθεί δραστικά ο ρυθμός ανάπτυξης. Το εγχείρημα πέτυχε και ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ διατηρήθηκε στο 9%-10%. Όμως, κι αυτό έχει σημασία, το ποσοστό του ΑΕΠ που πήγε στους μισθωτούς μειώθηκε, η δε κατανάλωση έπεσε κάτω του 40%! Που πήγαν τα άλλα; Σε επενδύσεις υποδομών, είναι η απάντηση. Τραίνα, δρόμοι, παραγωγή και διανομή ενέργειας, έρευνα.
Περιληπτικά, στο έδαφος της Κίνας χτίστηκε και ενισχύεται καθημερινά μια τριπλή συμμαχία μεταξύ: (α) Του ΚΚ της Κίνας, (β) της νέας εθνικής αστικής τάξης, και (γ) των δυτικών και ιαπωνικών πολυεθνικών. Το έδαφος πάνω στο οποίο στηρίζεται η ισχυρή αυτή συμμαχία είναι το απέραντο εργατικό δυναμικό της χώρας το οποίο, με την ελαστική και φθηνή εργασία του, δημιουργεί τις προϋποθέσεις τεράστιων επενδύσεων και εξαγωγών.
Σε αυτό το πλαίσιο, βλέπουμε κάτι που συχνά αγνοείται: Η σύγκρουση δεν είναι απλώς μια σύγκρουση Κίνας-Δύσης αλλά και μεταξύ (α) δυτικών κυβερνήσεων και (β) δυτικών πολυεθνικών οι οποίες δεν έχουν καμία όρεξη να δουν τον ρόλο και την εσωτερική δυναμική της Κίνας να αλλάζει. Την ίδια στιγμή που το αμερικανικό κράτος χρηματοδοτεί τα ελλείμματά του πουλώντας ομόλογα στο Κινέζικο κράτος, το αμερικανικό κεφάλαιο συσσωρεύεται στην Κίνα (π.χ. τα κέρδη της Apple, που παράγει τα iPhone στα εργοστάσια της κινεζικής Foxcon, αυγαταίνουν επί Κινεζικού εδάφους).
Στην Ευρώπη τα πράγματα είναι διαφορετικά. Από την μία έχουμε εκείνους που, όπως οι πολυεθνικές, χαίρονται με το χαμηλό γουάν: Π.χ. οι μεγάλες εμπορικές αλυσίδες ρούχων κλπ που αγοράζουν μαζικά από την Κίνα και δραστηριοποιούνται στην Γαλλία και στην Βρετανία, αλλά, αν και λιγότερο, και στην Γερμανία και τις Σκανδιναβικές χώρες. Παράλληλα, ολόκληρη η Ευρωπαϊκή βιομηχανία μηχανολογικών, ηλεκτρονικών και, γενικότερα, κεφαλαιουχικών αγαθών (ακόμα και χωρών όπως η Ιταλία) εξάγει τα προϊόντα της στην Κίνα. Το ίδιο και οι παραγωγοί αγαθών πολυτελείας (λέγε με Porsche, Mercedes, Saab). Όλοι αυτοί εμψυχώνουν τον κ. Wen Jiabao να μην ενδώσει. Μια υπερτίμηση του γουάν θα τους έπληττε. Όμως υπάρχει και η άλλη Ευρώπη. Η Fiat, η Renault, οι βιοτεχνίες της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας δυσανασχετούν για τις Κινεζικές εισαγωγές και βλέπουν με καλό μάτι την αύξηση του γουάν. Λόγω αυτού του διχασμού παρακολουθούμε χώρες όπως Γερμανία και οι Σκανδιναβικές, αλλά και το υπουργείο βιομηχανίας της Ιταλίας, να μην έχουν κανένα πρόβλημα με το επίπεδο του γουάν. Αντίθετα, η Γαλλία, η Ισπανία, η Βρετανία συντάσσονται με τις ΗΠΑ. Το αποτέλεσμα αυτών των ενδο-ευρωπαϊκών ρηγμάτων είναι η ακόμα μεγαλύτερη απομάκρυνση της Ευρώπης από την προοπτική μιας πραγματικά ενοποιημένης πολιτικής της ΕΕ απέναντι στην Κίνα. Πρώτα η Ευρώπη διαιρέθηκε σε ελλειμματικές και πλεονασματικές χώρες. Τώρα ακόμα και τα κράτη-μέλη διαιρούνται σε κλάδους που θέλουν την υποτίμηση του γουάν και σε εκείνους που παλεύουν να μείνει σταθερό. Έτσι, λίγο-λίγο σβήνει και η τελευταία ελπίδα της Ενωμένης Ευρώπης.
Αυτά τα ρήγματα που χαρακτηρίζουν την ΕΕ τα βλέπουν οι Κινέζοι και τα εκμεταλλεύονται, κάτι που είναι θεμιτό σε μια περίοδο που πλήττονται από παντού και απειλούνται με πόλεμο δασμών από το Αμερικανικό Κογκρέσο. Π.χ. αποφασίζουν να χρησιμοποιήσουν μέρος των αποθεμάτων τους σε δολάρια για να αγοράσουν ευρώ, καθώς η Washington και τους παίρνει να λεφτά και τους κατηγορεί ότι αγοράζοντας αμερικανικά ομόλογα προσπαθούν να κρατήσουν το δολάριο ψηλά. Έχοντας όμως αγοράσει ευρώ, για να σιγουρευτούν για την αξία του αποκτήματός τους, παράλληλα ανακοινώνουν δημόσια την στήριξη των ελληνικών ομολόγων. Έτσι, θυμώνουν Washington και Βερολίνο αλλά παίρνουν με το μέρος τους την Siemens, την Mercedes, την Thyssen-Krupp και... τον κ. Παπανδρέου.
Η Ελλάδα και η Τουρκία στα απόνερα αυτών των συγκρούσεων
Κλείνω με μερικά λόγια για τα του οίκου μας και της ευρύτερης περιοχής. Η Κίνα γνωρίζει κάτι που η Αμερικανική κυβέρνηση κάνει ότι το έχει ξεχάσει: οι μαζικές εξαγωγές δεν εξαρτώνται μόνο από την συναλλαγματική ισοτιμία. Εξαρτώνται και από το δίκτυο διανομής αλλά και παραγωγής. Η Κίνα, με αυτή την σκέψη κατά νου, επενδύει λοιπόν σε μια σειρά από λιμάνια, από την Σιγκαπούρη, την Μπέρμα, το Μπαγκλαντές, την Σρι Λάνκα έως την Νάπολι, τον Πειραιά και την Οδησσό. Δεν την ενδιαφέρει να τα ελέγχει τόσο πολύ όσο το να μην εμποδίζονται σε αυτά οι εξαγωγές της. Αυτό είναι το ένα σκέλος της Κινεζικής στρατηγικής, στο οποίο καλά έκανε η κυβέρνησή μας και έδωσε σημασία. Όμως υπάρχει κι άλλο ένα σκέλος το οποίο φαίνεται ότι το αγνοήσαμε. Το σκέλος αυτό έκανε την εμφάνισή του στην διάρκεια της επίσκεψης του κ. Wen στην Τουρκία. Εν συντομία, στόχος της Κίνας είναι η μετατροπή της Τουρκίας στην Κορέα της Ιαπωνίας. Εξηγώ: η Ιαπωνική βιομηχανία, στην δεκαετία του 1980, κατάφερε να αυξήσει σημαντικά τον τζίρο και τις εξαγωγές της πουλώντας ολόκληρους ιμάντες παραγωγής (π.χ. αυτοκινήτων) στην Κορέα, η οποία με την σειρά της εξήγαγε τα προϊόντα αυτά σε Ευρώπη και ΗΠΑ. Τα Kia και τα Hyundai ήταν, για να το πω απλά, παλαιότερα μοντέλα Toyota ή Nissan κατασκευασμένα στην Κορέα. Οι Ιάπωνες πούλησαν τους ιμάντες παραγωγής και την τεχνογνωσία στους Κορεάτες και εκείνοι πούλησαν τα αυτοκίνητα στην Δύση.
Αυτά τα ρήγματα που χαρακτηρίζουν την ΕΕ τα βλέπουν οι Κινέζοι και τα εκμεταλλεύονται, κάτι που είναι θεμιτό σε μια περίοδο που πλήττονται από παντού και απειλούνται με πόλεμο δασμών από το Αμερικανικό Κογκρέσο. Π.χ. αποφασίζουν να χρησιμοποιήσουν μέρος των αποθεμάτων τους σε δολάρια για να αγοράσουν ευρώ, καθώς η Washington και τους παίρνει να λεφτά και τους κατηγορεί ότι αγοράζοντας αμερικανικά ομόλογα προσπαθούν να κρατήσουν το δολάριο ψηλά. Έχοντας όμως αγοράσει ευρώ, για να σιγουρευτούν για την αξία του αποκτήματός τους, παράλληλα ανακοινώνουν δημόσια την στήριξη των ελληνικών ομολόγων. Έτσι, θυμώνουν Washington και Βερολίνο αλλά παίρνουν με το μέρος τους την Siemens, την Mercedes, την Thyssen-Krupp και... τον κ. Παπανδρέου.
Η Ελλάδα και η Τουρκία στα απόνερα αυτών των συγκρούσεων
Κλείνω με μερικά λόγια για τα του οίκου μας και της ευρύτερης περιοχής. Η Κίνα γνωρίζει κάτι που η Αμερικανική κυβέρνηση κάνει ότι το έχει ξεχάσει: οι μαζικές εξαγωγές δεν εξαρτώνται μόνο από την συναλλαγματική ισοτιμία. Εξαρτώνται και από το δίκτυο διανομής αλλά και παραγωγής. Η Κίνα, με αυτή την σκέψη κατά νου, επενδύει λοιπόν σε μια σειρά από λιμάνια, από την Σιγκαπούρη, την Μπέρμα, το Μπαγκλαντές, την Σρι Λάνκα έως την Νάπολι, τον Πειραιά και την Οδησσό. Δεν την ενδιαφέρει να τα ελέγχει τόσο πολύ όσο το να μην εμποδίζονται σε αυτά οι εξαγωγές της. Αυτό είναι το ένα σκέλος της Κινεζικής στρατηγικής, στο οποίο καλά έκανε η κυβέρνησή μας και έδωσε σημασία. Όμως υπάρχει κι άλλο ένα σκέλος το οποίο φαίνεται ότι το αγνοήσαμε. Το σκέλος αυτό έκανε την εμφάνισή του στην διάρκεια της επίσκεψης του κ. Wen στην Τουρκία. Εν συντομία, στόχος της Κίνας είναι η μετατροπή της Τουρκίας στην Κορέα της Ιαπωνίας. Εξηγώ: η Ιαπωνική βιομηχανία, στην δεκαετία του 1980, κατάφερε να αυξήσει σημαντικά τον τζίρο και τις εξαγωγές της πουλώντας ολόκληρους ιμάντες παραγωγής (π.χ. αυτοκινήτων) στην Κορέα, η οποία με την σειρά της εξήγαγε τα προϊόντα αυτά σε Ευρώπη και ΗΠΑ. Τα Kia και τα Hyundai ήταν, για να το πω απλά, παλαιότερα μοντέλα Toyota ή Nissan κατασκευασμένα στην Κορέα. Οι Ιάπωνες πούλησαν τους ιμάντες παραγωγής και την τεχνογνωσία στους Κορεάτες και εκείνοι πούλησαν τα αυτοκίνητα στην Δύση.
Κάτι τέτοιο είναι έτοιμες να κάνουν και οι Κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες στην Τουρκία: να παράγουν συγκεκριμένα μοντέλα εκεί επειδή η Τουρκία έχει τελωνειακή συμφωνία με την ΕΕ που της επιτρέπει να εξάγει ό,τι αυτοκίνητο συναρμολογείται επί τουρκικού εδάφους χωρίς δασμούς. (Για αυτό τον λόγο, άλλωστε, διατηρούν εργοστάσια στην Τουρκία οι Fiat και Renault.) Μόλις τον περασμένο Ιανουάριο, ένα ολόκληρο Κινεζικό υπουργικό κλιμάκιο επισκέφτηκε την Άγκυρα. Τι νομίζετε ότι συζήτησαν; Σε πολύ λίγο χρόνο η Τουρκία θα λειτουργεί ως εφαλτήριο των Κινεζικών εξαγωγών αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών στην ΕΕ. Στο μεταξύ η Ελλάδα έχει μείνει, άλλη μια φορά, πίσω. Δεν διαθέτουμε ούτε την παραγωγική βάση ούτε την αγορά που θα έκανε τον κ. Wen να μας κάνει και εμάς μια αντίστοιχη πρόταση. Όμως αυτό δεν είναι λόγος να σηκώσουμε τα χέρια ψηλά. Θεωρώ ότι η Ελλάδα θα πρέπει να βρει και για εκείνην ένα ρόλο σε αυτή την διαδικασία από την οποία να προκύψουν οφέλη τεχνολογικά, οικονομικά και οικολογικά για την χώρα μας. Για αυτό και μου έχει γίνει έμμονη ιδέα η ιστορία με τα τραίνα και η πρότασή μου να συμπράξει το ελληνικό δημόσιο με την Κίνα με στόχο την σιδηροδρομική σύνδεση της Αθήνας με την Κεντρική Ευρώπη. Το να εκχωρήσουμε τον ΟΣΕ σε Γαλλικές ή Γερμανικές επιχειρήσεις θα ήταν ανόητο μιας και αυτές, αντίθετα με τις Κινεζικές, δεν έχουν ούτε τα χρήματα ούτε το ενδιαφέρον για να μετατρέψουν έναν νέο ΟΣΕ σε περιφερειακή δύναμη. Όμως πάνω από όλα δεν έχουν το κίνητρο να χρησιμοποιήσουν μια τέτοια υποδομή για να μεταφέρουν τεράστιες ποσότητες Κινεζικών προϊόντων στην καρδιά της Ευρώπης.
Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010
Economic Misconceptions
Students typically come to an economics class with many misconceptions, not just random errors but systematic biases (see especially Caplan 2002).
Bill Goffe recently (2009) surveyed one of his macro principles classes and found, for example, that the median student believes that 35% of workers earn the minimum wage and a substantial fraction think that a majority of workers earn the minimum wage (Actual rate in 2007: 2.3% of hourly-paid workers and a smaller share of all workers earn the minimum wage, rates are probably somewhat higher today since the min. wage has risen and wages have not).
When asked about profits as a percentage of sales the median student guessed 30% (actual rate, closer to 4%).
When asked about the inflation rate over the last year (survey was in 2009) the median student guessed 11%. Actual rate: much closer to 0%. Note, how important such misconceptions could be to policy.
When asked by how much has income per person in the United States changed since 1950 (after adjusting for inflation) the median student said an increase of 25%. Actual rate an increase of about 248%, thus the median student was off by a factor of 10.
I would add that there are also theoretical misconceptions that are probably even more important than factual misconceptions. For example, I think it would be useful to ask questions such as:
1. A number of new furniture manufacturers open in North Carolina, since the new competition forced existing manufacturers to reduce prices the effect of this additional competition was to reduce wages for workers in the furniture industry.
Rate this argument on a 1 to 10 scale from least to most plausible or likely.
2. Competition from Korean automobile manufacturers caused US manufacturers to cut quality in order to reduce their costs. Rate this argument on a 1 to 10 scale from least to most plausible or likely.
3. A law that prevents supermarkets from advertising the prices of their products will reduce the supermarket costs and in turn this will reduce prices to consumers. Rate this argument on a 1 to 10 scale from least to most plausible or likely.
Note that the point here is not to say that an answer is wrong but to understand the implicit models that students are using. It can help a teacher to know what these conceptions and misconceptions are in advance so that they can be addressed.
To further this research, Bill Goffe is putting together a colloborative database on economic misconceptions that teachers are welcome to contribute towards. See also Bill's page on the large literature on teaching in physics much of which is also relevant to economics.
marginalrevolution.com
Bill Goffe recently (2009) surveyed one of his macro principles classes and found, for example, that the median student believes that 35% of workers earn the minimum wage and a substantial fraction think that a majority of workers earn the minimum wage (Actual rate in 2007: 2.3% of hourly-paid workers and a smaller share of all workers earn the minimum wage, rates are probably somewhat higher today since the min. wage has risen and wages have not).
When asked about profits as a percentage of sales the median student guessed 30% (actual rate, closer to 4%).
When asked about the inflation rate over the last year (survey was in 2009) the median student guessed 11%. Actual rate: much closer to 0%. Note, how important such misconceptions could be to policy.
When asked by how much has income per person in the United States changed since 1950 (after adjusting for inflation) the median student said an increase of 25%. Actual rate an increase of about 248%, thus the median student was off by a factor of 10.
I would add that there are also theoretical misconceptions that are probably even more important than factual misconceptions. For example, I think it would be useful to ask questions such as:
1. A number of new furniture manufacturers open in North Carolina, since the new competition forced existing manufacturers to reduce prices the effect of this additional competition was to reduce wages for workers in the furniture industry.
Rate this argument on a 1 to 10 scale from least to most plausible or likely.
2. Competition from Korean automobile manufacturers caused US manufacturers to cut quality in order to reduce their costs. Rate this argument on a 1 to 10 scale from least to most plausible or likely.
3. A law that prevents supermarkets from advertising the prices of their products will reduce the supermarket costs and in turn this will reduce prices to consumers. Rate this argument on a 1 to 10 scale from least to most plausible or likely.
Note that the point here is not to say that an answer is wrong but to understand the implicit models that students are using. It can help a teacher to know what these conceptions and misconceptions are in advance so that they can be addressed.
To further this research, Bill Goffe is putting together a colloborative database on economic misconceptions that teachers are welcome to contribute towards. See also Bill's page on the large literature on teaching in physics much of which is also relevant to economics.
marginalrevolution.com
Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010
Sleep by the Numbers
To sleep, perchance to dream ...
Eh, when you're a parent, it's more about just getting some snooze time (and praying that your little one won't give you a 5 a.m. wake-up call!)
Did you know that 1 in 50 teens wets the bed? And that you will die of sleep deprivation before starvation? Check out these and more dreamy facts from Psychology Degree about getting your Zzzzs.
[Via: Psychology Degree]
Eh, when you're a parent, it's more about just getting some snooze time (and praying that your little one won't give you a 5 a.m. wake-up call!)
Did you know that 1 in 50 teens wets the bed? And that you will die of sleep deprivation before starvation? Check out these and more dreamy facts from Psychology Degree about getting your Zzzzs.
[Via: Psychology Degree]
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)